Anonymous

πλάνη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα"
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ [[πλανώμαι]]<br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πλανώμαι]], άσκοπη [[μετακίνηση]] σε διάφορους τόπους, [[περιπλάνηση]]<br /><b>2.</b> [[κατάσταση]] που παραπλανά, που εξαπατά (α. «πικρών ονείρων [[πλάνη]]», Γρυπ.<br />β. «[[πλάνης]] καὶ ἀνοίας... καὶ τῶν ἄλλων κακῶν τῶν ἀνθρωπείων ἀπηλλαγμένη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> απατηλή [[αντίληψη]], εσφαλμένη [[κρίση]], σφαλερή [[γνώμη]], [[λάθος]] (α. «έπεσε [[θύμα]] δικαστικής [[πλάνης]]» β. «πολλὰς ἀπορίας ἔχει καὶ πλάνας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (στην Καινή Διαθήκη) «καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη [[πλάνη]] [[χείρων]] τῆς πρώτης» — λέγεται για να δηλώσει ότι όταν [[κανείς]] σφάλει για δεύτερη [[φορά]] σχετικά με ένα [[θέμα]], διαπράττει βαρύτερο [[σφάλμα]] από ό,τι την πρώτη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> ακούσια εσφαλμένη [[αντίληψη]] ή [[άγνοια]] περιστατικών, που λόγω της σπουδαιότητάς τους επηρεάζουν την [[κατάρτιση]] δικαιοπραξίας<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> (με ενεργητική σημ.) η [[ενέργεια]] του πνεύματος που θεωρεί αληθινό εκείνο που [[είναι]] εσφαλμένο, και αντιστρόφως<br /><b>3.</b> [[διάθεση]] ή [[ενέργεια]] που αποσκοπεί στην [[παραπλάνηση]], στην [[εξαπάτηση]], στο [[ξεγέλασμα]] («α, ναι, φυλάξου, [[αγάπη]] μου του κόσμου από την [[πλάνη]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πραγματική [[πλάνη]]»<br />(ποιν. δίκ.) [[πλάνη]] ως [[προς]] τα πραγματικά περιστατικά του εγκλήματος, λ.χ. [[παίρνω]] το [[παλτό]] του Α νομίζοντας ότι [[είναι]] δικό μου, η οποία έχει ως [[συνέπεια]] την [[ατιμωρησία]] του δράστη, [[εκτός]] και αν οφείλεται σε [[αμέλεια]], [[οπότε]] ο [[δράστης]] τιμωρείται αναλόγως<br />β) «νομική [[πλάνη]]»<br />(ποιν. δίκ.) [[πλάνη]] ως [[προς]] την ύπαρξη δικαιώματος που αίρει το αξιόποινο και έχει ως [[συνέπεια]] την [[ατιμωρησία]] του δράστη, υπό την [[προϋπόθεση]] ότι η [[πλάνη]] [[είναι]] συγγνωστή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με θρησκ. και ηθ. σημ.) [[δοξασία]] παραπλανητική της αλήθειας («ἐκ τούτου γινώσκομεν τὸ πνεῡμα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῡμα τῆς [[πλάνης]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[εξαπάτηση]]<br /><b>2.</b> [[εκτροπή]], [[παρέμβαση]] («τοσόνδε πλεονεκτοῦμεν τῇ πλάνῃ τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (με ειδική σημ.) [[απάτη]] τών αισθήσεων («διὰ τὴν περὶ τὰ χρώματα αὖ πλάνην τῆς ὄψεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αυταπάτη]] («[[ἄνοια]] δὲ ἀφρόνων ἐν [[πλάνη]]», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[αταξία]], [[ανωμαλία]]<br /><b>6.</b> ηθικό [[παράπτωμα]].<br /> <b>(II)</b><br />και [[πλάνια]], η, Ν<br /><b>1.</b> <b>(μηχανολ.)</b> εργαλειομηχανή κοπής κατάλληλη για την [[κατεργασία]] επίπεδων μεταλλικών επιφανειών, με κύριο διακριτικό γνώρισμά της την ευθύγραμμη παλινδρομική σχετική [[κίνηση]] [[μεταξύ]] κοπτικού εργαλείου και της υπό [[κατεργασία]] επιφάνειας<br /><b>2.</b> <b>(ξυλουργ.)</b> κοπτικό [[εργαλείο]] στερεωμένο σε κορμό που χρησιμοποιείται για την [[εξομάλυνση]] και [[λείανση]] ξύλινων επιφανειών, μεγάλο [[ροκάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>plana</i> «[[ροκάνι]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ [[πλανώμαι]]<br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πλανώμαι]], άσκοπη [[μετακίνηση]] σε διάφορους τόπους, [[περιπλάνηση]]<br /><b>2.</b> [[κατάσταση]] που παραπλανά, που εξαπατά (α. «πικρών ονείρων [[πλάνη]]», Γρυπ.<br />β. «[[πλάνης]] καὶ ἀνοίας... καὶ τῶν ἄλλων κακῶν τῶν ἀνθρωπείων ἀπηλλαγμένη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> απατηλή [[αντίληψη]], εσφαλμένη [[κρίση]], σφαλερή [[γνώμη]], [[λάθος]] (α. «έπεσε [[θύμα]] δικαστικής [[πλάνης]]» β. «πολλὰς ἀπορίας ἔχει καὶ πλάνας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (στην Καινή Διαθήκη) «καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη [[πλάνη]] [[χείρων]] τῆς πρώτης» — λέγεται για να δηλώσει ότι όταν [[κανείς]] σφάλει για δεύτερη [[φορά]] σχετικά με ένα [[θέμα]], διαπράττει βαρύτερο [[σφάλμα]] από ό,τι την πρώτη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> ακούσια εσφαλμένη [[αντίληψη]] ή [[άγνοια]] περιστατικών, που λόγω της σπουδαιότητάς τους επηρεάζουν την [[κατάρτιση]] δικαιοπραξίας<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> (με ενεργητική σημ.) η [[ενέργεια]] του πνεύματος που θεωρεί αληθινό εκείνο που [[είναι]] εσφαλμένο, και αντιστρόφως<br /><b>3.</b> [[διάθεση]] ή [[ενέργεια]] που αποσκοπεί στην [[παραπλάνηση]], στην [[εξαπάτηση]], στο [[ξεγέλασμα]] («α, ναι, φυλάξου, [[αγάπη]] μου του κόσμου από την [[πλάνη]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πραγματική [[πλάνη]]»<br />(ποιν. δίκ.) [[πλάνη]] ως [[προς]] τα πραγματικά περιστατικά του εγκλήματος, λ.χ. [[παίρνω]] το [[παλτό]] του Α νομίζοντας ότι [[είναι]] δικό μου, η οποία έχει ως [[συνέπεια]] την [[ατιμωρησία]] του δράστη, [[εκτός]] και αν οφείλεται σε [[αμέλεια]], [[οπότε]] ο [[δράστης]] τιμωρείται αναλόγως<br />β) «νομική [[πλάνη]]»<br />(ποιν. δίκ.) [[πλάνη]] ως [[προς]] την ύπαρξη δικαιώματος που αίρει το αξιόποινο και έχει ως [[συνέπεια]] την [[ατιμωρησία]] του δράστη, υπό την [[προϋπόθεση]] ότι η [[πλάνη]] [[είναι]] συγγνωστή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με θρησκ. και ηθ. σημ.) [[δοξασία]] παραπλανητική της αλήθειας («ἐκ τούτου γινώσκομεν τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῦμα τῆς [[πλάνης]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[εξαπάτηση]]<br /><b>2.</b> [[εκτροπή]], [[παρέμβαση]] («τοσόνδε πλεονεκτοῦμεν τῇ πλάνῃ τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (με ειδική σημ.) [[απάτη]] τών αισθήσεων («διὰ τὴν περὶ τὰ χρώματα αὖ πλάνην τῆς ὄψεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αυταπάτη]] («[[ἄνοια]] δὲ ἀφρόνων ἐν [[πλάνη]]», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[αταξία]], [[ανωμαλία]]<br /><b>6.</b> ηθικό [[παράπτωμα]].<br /> <b>(II)</b><br />και [[πλάνια]], η, Ν<br /><b>1.</b> <b>(μηχανολ.)</b> εργαλειομηχανή κοπής κατάλληλη για την [[κατεργασία]] επίπεδων μεταλλικών επιφανειών, με κύριο διακριτικό γνώρισμά της την ευθύγραμμη παλινδρομική σχετική [[κίνηση]] [[μεταξύ]] κοπτικού εργαλείου και της υπό [[κατεργασία]] επιφάνειας<br /><b>2.</b> <b>(ξυλουργ.)</b> κοπτικό [[εργαλείο]] στερεωμένο σε κορμό που χρησιμοποιείται για την [[εξομάλυνση]] και [[λείανση]] ξύλινων επιφανειών, μεγάλο [[ροκάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>plana</i> «[[ροκάνι]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm