Anonymous

επίκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
(13)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπίκειμαι]]) [[κείμαι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] τοποθετημένος, βρίσκομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ [[στέφανος]]», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[κακό]]) βρίσκομαι [[κοντά]], [[είμαι]] [[προσεχής]], [[πλησιάζω]], επικρέμαμαι (α. «τον τε ἐπικείμενον κίνδυνον», <b>Ηρωδιαν.</b><br />β) «επίκειται [[πόλεμος]], το μοιραίο» κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὰ ἐπικείμενα τοῑς ὑποκειμένοις» — [[κανόνας]] του δικαίου, [[κατά]] τον οποίο ο [[κύριος]] εδάφους [[είναι]] [[κύριος]] και τών κτισμάτων, δένδρων ή άλλων πραγμάτων που βρίσκονται [[επάνω]] σ’ αυτό)<br /><b>μσν.</b><br />τοποθετούμαι [[μαζί]] με άλλα, [[προστίθεμαι]] [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πόρτα) προσαρμόζομαι, κλείνομαι («θύραι δ’ ἐπέκειντο φαειναί», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[έκταση]] γης) εκτείνομαι [[κοντά]] σε [[κάτι]], απλώνομαι, βρίσκομαι [[κοντά]] («καὶ ἐκ τῶν νήσων τῶν ἐπικειμένων τῇ Θράκῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνορεύω]]<br /><b>4.</b> (για ονόματα, όρους) προσδίδομαι, δίνομαι («ἐπίκειται τὸ [[ὄνομα]] χριστιανῶν ἀμφοτέροις», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> [[πιέζω]], [[στενοχωρώ]] («Κλέων μ’ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>7.</b> [[παρακινώ]] για [[κάτι]], [[προτρέπω]]<br /><b>8.</b> (σε παθ. [[σύνταξη]], με αιτ.) έχω [[κάτι]] [[επάνω]] μου, [[φορώ]] («κἀπικείμενον [[κάρα]] κυνέας θερίζων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] εκτεθειμένος σε [[κάτι]] («οἱ κίνδυνοι ἐπικείμενοι», Aππ.).
|mltxt=(AM [[ἐπίκειμαι]]) [[κείμαι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] τοποθετημένος, βρίσκομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ [[στέφανος]]», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[κακό]]) βρίσκομαι [[κοντά]], [[είμαι]] [[προσεχής]], [[πλησιάζω]], επικρέμαμαι (α. «τον τε ἐπικείμενον κίνδυνον», <b>Ηρωδιαν.</b><br />β) «επίκειται [[πόλεμος]], το μοιραίο» κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὰ ἐπικείμενα τοῖς ὑποκειμένοις» — [[κανόνας]] του δικαίου, [[κατά]] τον οποίο ο [[κύριος]] εδάφους [[είναι]] [[κύριος]] και τών κτισμάτων, δένδρων ή άλλων πραγμάτων που βρίσκονται [[επάνω]] σ’ αυτό)<br /><b>μσν.</b><br />τοποθετούμαι [[μαζί]] με άλλα, [[προστίθεμαι]] [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πόρτα) προσαρμόζομαι, κλείνομαι («θύραι δ’ ἐπέκειντο φαειναί», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[έκταση]] γης) εκτείνομαι [[κοντά]] σε [[κάτι]], απλώνομαι, βρίσκομαι [[κοντά]] («καὶ ἐκ τῶν νήσων τῶν ἐπικειμένων τῇ Θράκῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνορεύω]]<br /><b>4.</b> (για ονόματα, όρους) προσδίδομαι, δίνομαι («ἐπίκειται τὸ [[ὄνομα]] χριστιανῶν ἀμφοτέροις», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> [[πιέζω]], [[στενοχωρώ]] («Κλέων μ’ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>7.</b> [[παρακινώ]] για [[κάτι]], [[προτρέπω]]<br /><b>8.</b> (σε παθ. [[σύνταξη]], με αιτ.) έχω [[κάτι]] [[επάνω]] μου, [[φορώ]] («κἀπικείμενον [[κάρα]] κυνέας θερίζων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] εκτεθειμένος σε [[κάτι]] («οἱ κίνδυνοι ἐπικείμενοι», Aππ.).
}}
}}