Anonymous

καταντώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κατανταίνω]] (AM καταντῶ, -άω)<br />[[περιέρχομαι]] σε δυσάρεστη [[θέση]] ή [[κατάσταση]], [[φθάνω]] σε άσχημο [[τέλος]] («κατάντησε να ζητιανεύει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντελώ]] ώστε να φθάσει [[κάποιος]] σε μια δυσάρεστη [[θέση]] ή [[κατάσταση]], [[οδηγώ]] σε [[κατάντια]] («[[έτσι]] τον κατάντησε το [[ξερό]] του το [[κεφάλι]]»)<br /><b>2.</b> μεταβάλλομαι<br /><b>3.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>4.</b> [[καθιστώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθάνω]] σε ένα [[σημείο]], [[καταλήγω]] («παρεισελθόντας δ' ἐντὸς τοῦ τείχους... τοῑς ξίφεσιν εἰς τὰ [[βασίλεια]] καταντῆσαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τελειώνω]], [[καταλήγω]] («ἐπί τινας λογισμοὺς κατήντησε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταφεύγω]] σε [[κάτι]] («καταντᾱν ἐπὶ τὴν ἡδονήν», Επίκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για γεγονότα) [[επέρχομαι]], [[συμβαίνω]]<br /><b>2.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον να επανέλθει, [[επαναφέρω]] («εἰς ἑαυτὸν κατήντησε τὴν ἀρχιερωσύνην», ΠΔ)<br /><b>4.</b> (για αριθμό) περιορίζομαι, ελαττώνομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «καταντᾱν εἰς ἑαυτούς» — να αρχίσουν τις [[μεταξύ]] τους εχθροπραξίες (<b>Πολ.</b>)<br />β) «εἰς δοτικὴν κατήντησεν» — συντάσσεται με [[δοτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀντάω]] «[[έρχομαι]] σε κάποιον, [[φθάνω]] [[μέχρι]]». Ο τ. [[κατανταίνω]] [[είναι]] μεταπλασμένος του <i>καταντῶ</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -[[αίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[θερμαίνω]]). Το ρ. <i>καταντῶ</i> εμφανίζει, ήδη από την Αρχαία, [[ποικιλία]] σημασιών: η σημ. «[[φθάνω]] σε κάποιο [[σημείο]], [[καταλήγω]]» εξελίχθηκε στη σημ. «[[περιέρχομαι]] σε δυσάρεστη [[θέση]]», έλαβε δηλ. την [[έννοια]] της μετάπτωσης σε μια χειρότερη [[κατάσταση]], με την οποία χρησιμοποιείται η λ. κατ' εξοχήν στη Νέα Ελληνική].
|mltxt=και [[κατανταίνω]] (AM καταντῶ, -άω)<br />[[περιέρχομαι]] σε δυσάρεστη [[θέση]] ή [[κατάσταση]], [[φθάνω]] σε άσχημο [[τέλος]] («κατάντησε να ζητιανεύει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντελώ]] ώστε να φθάσει [[κάποιος]] σε μια δυσάρεστη [[θέση]] ή [[κατάσταση]], [[οδηγώ]] σε [[κατάντια]] («[[έτσι]] τον κατάντησε το [[ξερό]] του το [[κεφάλι]]»)<br /><b>2.</b> μεταβάλλομαι<br /><b>3.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>4.</b> [[καθιστώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθάνω]] σε ένα [[σημείο]], [[καταλήγω]] («παρεισελθόντας δ' ἐντὸς τοῦ τείχους... τοῖς ξίφεσιν εἰς τὰ [[βασίλεια]] καταντῆσαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τελειώνω]], [[καταλήγω]] («ἐπί τινας λογισμοὺς κατήντησε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταφεύγω]] σε [[κάτι]] («καταντᾱν ἐπὶ τὴν ἡδονήν», Επίκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για γεγονότα) [[επέρχομαι]], [[συμβαίνω]]<br /><b>2.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον να επανέλθει, [[επαναφέρω]] («εἰς ἑαυτὸν κατήντησε τὴν ἀρχιερωσύνην», ΠΔ)<br /><b>4.</b> (για αριθμό) περιορίζομαι, ελαττώνομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «καταντᾱν εἰς ἑαυτούς» — να αρχίσουν τις [[μεταξύ]] τους εχθροπραξίες (<b>Πολ.</b>)<br />β) «εἰς δοτικὴν κατήντησεν» — συντάσσεται με [[δοτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀντάω]] «[[έρχομαι]] σε κάποιον, [[φθάνω]] [[μέχρι]]». Ο τ. [[κατανταίνω]] [[είναι]] μεταπλασμένος του <i>καταντῶ</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -[[αίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[θερμαίνω]]). Το ρ. <i>καταντῶ</i> εμφανίζει, ήδη από την Αρχαία, [[ποικιλία]] σημασιών: η σημ. «[[φθάνω]] σε κάποιο [[σημείο]], [[καταλήγω]]» εξελίχθηκε στη σημ. «[[περιέρχομαι]] σε δυσάρεστη [[θέση]]», έλαβε δηλ. την [[έννοια]] της μετάπτωσης σε μια χειρότερη [[κατάσταση]], με την οποία χρησιμοποιείται η λ. κατ' εξοχήν στη Νέα Ελληνική].
}}
}}