Anonymous

κεραΐζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεραΐζω]] (ΑΜ)<br />[[φονεύω]], [[κατασφάζω]] (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῑς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεηλατώ]], [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]] (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», <b>Ομ. Ιλ.</b> β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πλοία) [[καταβυθίζω]], [[καταποντίζω]] («τὸ [[πλῆθος]] τῶν νεῶν ἐν τῇ Σαλαμῑνι ἐκεραΐζετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαίρω]], [[εγκωμιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>- «[[καταστρέφω]], [[καταρρέω]]», η οποία απαντά [[επίσης]] στα αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>sari</i>-<i>t</i> «έπεσε», αρχ. ιρλδ. <i>do</i>-<i>cer</i> «έπεσε» και (παρεκτεταμένη με έρρινο [[ένθημα]]) στα αρχ. ινδ. <i>srņ</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[σπάζω]]», αρχ. ιρλδ. <i>ar</i>-<i>a</i>-<i>chrin</i> «[[καταρρέω]]». Συνδέεται [[επίσης]] με τα [[ακήρατος]], [[ακέραιος]], [[κεραυνός]], ενώ [[ασαφής]] [[είναι]] η [[σχέση]] του με το <i>κήρ</i> (I). Η ομόηχη [[οικογένεια]] του [[κέρας]] προξένησε [[σύγχυση]] ήδη στους αρχαίους χρόνους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κεραϊσμός]], [[κεραϊστής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεράϊσις]].
|mltxt=[[κεραΐζω]] (ΑΜ)<br />[[φονεύω]], [[κατασφάζω]] (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῖς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεηλατώ]], [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]] (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», <b>Ομ. Ιλ.</b> β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πλοία) [[καταβυθίζω]], [[καταποντίζω]] («τὸ [[πλῆθος]] τῶν νεῶν ἐν τῇ Σαλαμῑνι ἐκεραΐζετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαίρω]], [[εγκωμιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>- «[[καταστρέφω]], [[καταρρέω]]», η οποία απαντά [[επίσης]] στα αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>sari</i>-<i>t</i> «έπεσε», αρχ. ιρλδ. <i>do</i>-<i>cer</i> «έπεσε» και (παρεκτεταμένη με έρρινο [[ένθημα]]) στα αρχ. ινδ. <i>srņ</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[σπάζω]]», αρχ. ιρλδ. <i>ar</i>-<i>a</i>-<i>chrin</i> «[[καταρρέω]]». Συνδέεται [[επίσης]] με τα [[ακήρατος]], [[ακέραιος]], [[κεραυνός]], ενώ [[ασαφής]] [[είναι]] η [[σχέση]] του με το <i>κήρ</i> (I). Η ομόηχη [[οικογένεια]] του [[κέρας]] προξένησε [[σύγχυση]] ήδη στους αρχαίους χρόνους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κεραϊσμός]], [[κεραϊστής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεράϊσις]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm