Anonymous

πιπράσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[πιπρήσκω]] Α<br /><b>1.</b> (γενικά) [[πουλώ]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) (σχετικά με πρόσ. και πράγματα) [[πουλώ]] [[κάτι]] για [[εξαγωγή]], [[κάνω]] [[εξαγωγή]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προδίδω]] κάποιον προκειμένου να αποκτήσω χρήματα («πεπρακόσιν ἑαυτοὺς εἰς [[τἀναντία]] τοῑς τῇ πατρίδι συμφέρουσιν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πέρνημι]].
|mltxt=και ιων. τ. [[πιπρήσκω]] Α<br /><b>1.</b> (γενικά) [[πουλώ]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) (σχετικά με πρόσ. και πράγματα) [[πουλώ]] [[κάτι]] για [[εξαγωγή]], [[κάνω]] [[εξαγωγή]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προδίδω]] κάποιον προκειμένου να αποκτήσω χρήματα («πεπρακόσιν ἑαυτοὺς εἰς [[τἀναντία]] τοῖς τῇ πατρίδι συμφέρουσιν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πέρνημι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm