Anonymous

κάτω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κάτου]] (ΑΜ [[κάτω]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε κατώτερο [[σημείο]], [[χαμηλά]] (α. «τον πέταξε [[κάτω]] από το [[παράθυρο]]» β. «πᾱν δέ τ' [[ἐπισκύνιον]] [[κάτω]] ἕλκεται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χάμω]], [[πάνω]] στη γη, [[πάνω]] στο [[έδαφος]] (α. «εμείς θα κοιμηθούμε [[κάτω]]» β. «έριξε [[κάτω]] τα μάτια της» — κοίταξε [[χάμω]]<br />γ. «φιλάδελφα [[κάτω]] [[δάκρυ]]' εἰβομένη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> υπό, [[υποκάτω]] (α. «ήταν κρυμμένος [[κάτω]] από το [[κρεβάτι]]» β. «εἰς τοὺς [[ἔνερθε]] καὶ [[κάτω]] χθονὸς τόπους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> σε [[έδαφος]] χαμηλότερο ή γεωγραφικά νοτιότερο, σε [[τόπο]] παράλιο, σε [[αντιδιαστολή]] με τα μεσόγεια, ή πεδινό, σε [[αντιδιαστολή]] με τα ορεινά (α. «[[κάτω]] στο γιαλό, [[κάτω]] στο [[περιγιάλι]]» β. «[[κάτω]] στον κάμπο και στην [[καλαμιώνα]]» γ. «τοὺς δὲ τὴν μεσόγειαν μᾱλλον καὶ μὴ ἐν πόρῳ κατῳκημένους [[εἰδέναι]] χρὴ ὅτι, τοῑς [[κάτω]] ἤν μη ἀμύνωσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> στη γη, σε [[αντιδιαστολή]] με τους ουράνιους κόσμους («ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ [[κάτω]]», ΠΔ)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ο [[κάτω]] [[κόσμος]]» — ο Αδης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ως απειλητική [[προσταγή]] (α. «[[κάτω]] τα χέρια» β. «[[κάτω]] το [[περίστροφο]]»)<br /><b>2.</b> ως [[επιφώνημα]] αποδοκιμασίας («[[κάτω]] οι κλέφτες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «είμαστε άνω [[κάτω]]» — είμαστε σε πλήρη [[αταξία]] ή σε πλήρη [[αποδιοργάνωση]]<br />β) «στο [[κάτω]] [[κάτω]]» ή «στο [[κάτω]] ([[κάτω]]) της [[γραφής]]» — στο [[τέλος]] [[τέλος]], τελικά<br />γ) «[[παίρνω]] την [[κάτω]] [[βόλτα]]» — η κατάστασή μου επιδεινώνεται<br />δ) «[[πέφτω]] [[κάτω]]»<br />i) [[ασθενώ]], [[μένω]] [[κλινήρης]]<br />ii) υποβιβάζομαι<br />ε) «το [[βάζω]] [[κάτω]]» ή «τά [[ρίχνω]] [[κάτω]]» — [[υποχωρώ]], [[παραιτούμαι]]<br />στ) «[[βάζω]] [[κάτω]] κάποιον» — [[καταβάλλω]] κάποιον, [[υπερτερώ]] [[έναντι]] κάποιου<br />ζ) «[[είμαι]] από [[κάτω]]» — [[είμαι]] σε μειονεκτική [[θέση]]<br />η) «[[πάνω]] [[κάτω]]», i) [[περίπου]] («ήταν [[πάνω]] [[κάτω]] [[χίλιοι]] άνθρωποι»)<br />ii) [[πέρα]] [[δώθε]], εδώ και [[εκεί]] («έκανε [[συνέχεια]] βόλτες [[πάνω]] [[κάτω]] στον διάδρομο»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (αόριστα) [[πέρα]] («[[εκεί]] [[κάτω]]» — [[εκεί]] [[πέρα]])<br /><b>2.</b> λιγότερο («το εισόδημά του [[είναι]] [[κάτω]] από 50.000 δραχμές»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βάλλω]] [[κάτω]]» — [[γκρεμίζω]], [[καταστρέφω]]<br />β) «[[βάνω]] [[κάτω]] στή γῆ» — [[θάβω]], [[σκοτώνω]]<br />γ) «[[βλέπω]] [[κάτω]] κάποιον» — [[θεωρώ]] κάποιον κατώτερό μου<br />γ) «βρίσκομαι [[κάτω]]» — [[μειονεκτώ]]<br />δ) «[[είμαι]] [[κάτω]]» — [[είμαι]] υπό την [[εξουσία]] κάποιου<br />ε) «[[πέφτω]] [[κάτω]]»<br />i) ταπεινώνομαι<br />ii) θεωρούμαι [[ανάξιος]] λόγου, απορρίπτομαι<br />στ) «[[τρέπω]] [[κάτω]]»<br />i) [[ανατρέπω]]<br />ii) <b>μτφ.</b> [[ταπεινώνω]]<br />ζ) «τα [[κάτω]]»<br />i) τα επίγεια<br />ii) το [[έδαφος]]<br />η) «οι [[κάτω]] συγγενείς» — οι [[κατιόντες]] συγγενείς<br />θ) «η [[κάτω]] [[βασιλεία]]» — η επίγεια ζωή<br /><b>μσν.</b><br />«ἡ [[κάτω]] [[τύχη]]» — η λαϊκή κοινωνική, [[τάξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στον Άδη, στον κόσμο που βρίσκεται υπό την γη («τὰν παγκευθῆ [[κάτω]] νεκρῶν [[πλάκα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με χρον. [[σημασία]]) [[μετέπειτα]], αργότερα («ἐπὶ Θησέως καὶ τῶν Κοδριδῶν [[κάτω]]», Αιλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περί]] τὰ [[κάτω]] χωρῶ» — [[αποτυγχάνω]]<br />β) «τὰ [[κάτω]]»<br />i) [[αφετηρία]] αγώνων στο [[στάδιο]]<br />ii) <b>(λογ.)</b> τα υπάλληλα [[μέλη]] κατιούσας [[σειράς]] γενών ή ειδών<br />γ) «οἱ [[κάτω]]»<br />i) οι πεθαμένοι<br />ii) οι νεώτεροι, οι μεταγενέστεροι («τῶν [[πάλαι]] μὲν Ἀγαμέμνονα..., τῶν [[κάτω]] δὲ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ Πύρρον», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιρρμ. παράλλ. τ. της προθέσεως και επιρρήματος [[κατά]]. Εν αντιθέσει [[προς]] άλλα επίρρ. σε -<i>ω</i>, όπως λ.χ. το <i>άνω</i>, απαντά ως ά συνθετικό αρκετών λ. όλων των περιόδων της Ελληνικής.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κάτωθεν]], [[κάτωθι]], [[κατώτατος]], [[κατώτερος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κατωτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κατώβλεψ]], [[κατωφέρεια]], [[κατωφερής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατωβλέπων]], [[κατώγειος]], <i>κατώγεως</i>, [[κατωκάρα]], [[κατωνάκη]], [[κατωνακοφόρος]], [[κατώρροπος]], [[κατωφαγάς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κατώγαιος]], <i>κατωφόρος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[κατωγεγραμμένος]], [[κατωκλινώς]], [[κατωμαγούλα]], [[κατωμάγουλον]], <i>κατωσάγουνα</i>, [[κατωτυχής]], [[κατωφορούμαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>κατώ</i>(<i>γε</i>)<i>ι</i>(<i>ον</i>), <i>κατωθιό</i>, [[κατωσάγονο]], [[κατώφλι]] (<i>ον</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατωβλεπούσα]], [[κατωδρομώ]], [[κατωλίθι]], [[κατωλυγίζω]], [[κατωμασέλα]], [[κατωμέρι]], [[κατωμερίτης]], [[κατώμερος]], <i>κατώξανθος</i>, [[κατωπεσμένος]], [[κατωσέντονο]], <i>κατώστομα</i>].
|mltxt=και [[κάτου]] (ΑΜ [[κάτω]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε κατώτερο [[σημείο]], [[χαμηλά]] (α. «τον πέταξε [[κάτω]] από το [[παράθυρο]]» β. «πᾱν δέ τ' [[ἐπισκύνιον]] [[κάτω]] ἕλκεται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χάμω]], [[πάνω]] στη γη, [[πάνω]] στο [[έδαφος]] (α. «εμείς θα κοιμηθούμε [[κάτω]]» β. «έριξε [[κάτω]] τα μάτια της» — κοίταξε [[χάμω]]<br />γ. «φιλάδελφα [[κάτω]] [[δάκρυ]]' εἰβομένη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> υπό, [[υποκάτω]] (α. «ήταν κρυμμένος [[κάτω]] από το [[κρεβάτι]]» β. «εἰς τοὺς [[ἔνερθε]] καὶ [[κάτω]] χθονὸς τόπους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> σε [[έδαφος]] χαμηλότερο ή γεωγραφικά νοτιότερο, σε [[τόπο]] παράλιο, σε [[αντιδιαστολή]] με τα μεσόγεια, ή πεδινό, σε [[αντιδιαστολή]] με τα ορεινά (α. «[[κάτω]] στο γιαλό, [[κάτω]] στο [[περιγιάλι]]» β. «[[κάτω]] στον κάμπο και στην [[καλαμιώνα]]» γ. «τοὺς δὲ τὴν μεσόγειαν μᾱλλον καὶ μὴ ἐν πόρῳ κατῳκημένους [[εἰδέναι]] χρὴ ὅτι, τοῖς [[κάτω]] ἤν μη ἀμύνωσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> στη γη, σε [[αντιδιαστολή]] με τους ουράνιους κόσμους («ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ [[κάτω]]», ΠΔ)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ο [[κάτω]] [[κόσμος]]» — ο Αδης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ως απειλητική [[προσταγή]] (α. «[[κάτω]] τα χέρια» β. «[[κάτω]] το [[περίστροφο]]»)<br /><b>2.</b> ως [[επιφώνημα]] αποδοκιμασίας («[[κάτω]] οι κλέφτες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «είμαστε άνω [[κάτω]]» — είμαστε σε πλήρη [[αταξία]] ή σε πλήρη [[αποδιοργάνωση]]<br />β) «στο [[κάτω]] [[κάτω]]» ή «στο [[κάτω]] ([[κάτω]]) της [[γραφής]]» — στο [[τέλος]] [[τέλος]], τελικά<br />γ) «[[παίρνω]] την [[κάτω]] [[βόλτα]]» — η κατάστασή μου επιδεινώνεται<br />δ) «[[πέφτω]] [[κάτω]]»<br />i) [[ασθενώ]], [[μένω]] [[κλινήρης]]<br />ii) υποβιβάζομαι<br />ε) «το [[βάζω]] [[κάτω]]» ή «τά [[ρίχνω]] [[κάτω]]» — [[υποχωρώ]], [[παραιτούμαι]]<br />στ) «[[βάζω]] [[κάτω]] κάποιον» — [[καταβάλλω]] κάποιον, [[υπερτερώ]] [[έναντι]] κάποιου<br />ζ) «[[είμαι]] από [[κάτω]]» — [[είμαι]] σε μειονεκτική [[θέση]]<br />η) «[[πάνω]] [[κάτω]]», i) [[περίπου]] («ήταν [[πάνω]] [[κάτω]] [[χίλιοι]] άνθρωποι»)<br />ii) [[πέρα]] [[δώθε]], εδώ και [[εκεί]] («έκανε [[συνέχεια]] βόλτες [[πάνω]] [[κάτω]] στον διάδρομο»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (αόριστα) [[πέρα]] («[[εκεί]] [[κάτω]]» — [[εκεί]] [[πέρα]])<br /><b>2.</b> λιγότερο («το εισόδημά του [[είναι]] [[κάτω]] από 50.000 δραχμές»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βάλλω]] [[κάτω]]» — [[γκρεμίζω]], [[καταστρέφω]]<br />β) «[[βάνω]] [[κάτω]] στή γῆ» — [[θάβω]], [[σκοτώνω]]<br />γ) «[[βλέπω]] [[κάτω]] κάποιον» — [[θεωρώ]] κάποιον κατώτερό μου<br />γ) «βρίσκομαι [[κάτω]]» — [[μειονεκτώ]]<br />δ) «[[είμαι]] [[κάτω]]» — [[είμαι]] υπό την [[εξουσία]] κάποιου<br />ε) «[[πέφτω]] [[κάτω]]»<br />i) ταπεινώνομαι<br />ii) θεωρούμαι [[ανάξιος]] λόγου, απορρίπτομαι<br />στ) «[[τρέπω]] [[κάτω]]»<br />i) [[ανατρέπω]]<br />ii) <b>μτφ.</b> [[ταπεινώνω]]<br />ζ) «τα [[κάτω]]»<br />i) τα επίγεια<br />ii) το [[έδαφος]]<br />η) «οι [[κάτω]] συγγενείς» — οι [[κατιόντες]] συγγενείς<br />θ) «η [[κάτω]] [[βασιλεία]]» — η επίγεια ζωή<br /><b>μσν.</b><br />«ἡ [[κάτω]] [[τύχη]]» — η λαϊκή κοινωνική, [[τάξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στον Άδη, στον κόσμο που βρίσκεται υπό την γη («τὰν παγκευθῆ [[κάτω]] νεκρῶν [[πλάκα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με χρον. [[σημασία]]) [[μετέπειτα]], αργότερα («ἐπὶ Θησέως καὶ τῶν Κοδριδῶν [[κάτω]]», Αιλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περί]] τὰ [[κάτω]] χωρῶ» — [[αποτυγχάνω]]<br />β) «τὰ [[κάτω]]»<br />i) [[αφετηρία]] αγώνων στο [[στάδιο]]<br />ii) <b>(λογ.)</b> τα υπάλληλα [[μέλη]] κατιούσας [[σειράς]] γενών ή ειδών<br />γ) «οἱ [[κάτω]]»<br />i) οι πεθαμένοι<br />ii) οι νεώτεροι, οι μεταγενέστεροι («τῶν [[πάλαι]] μὲν Ἀγαμέμνονα..., τῶν [[κάτω]] δὲ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ Πύρρον», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιρρμ. παράλλ. τ. της προθέσεως και επιρρήματος [[κατά]]. Εν αντιθέσει [[προς]] άλλα επίρρ. σε -<i>ω</i>, όπως λ.χ. το <i>άνω</i>, απαντά ως ά συνθετικό αρκετών λ. όλων των περιόδων της Ελληνικής.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κάτωθεν]], [[κάτωθι]], [[κατώτατος]], [[κατώτερος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κατωτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κατώβλεψ]], [[κατωφέρεια]], [[κατωφερής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατωβλέπων]], [[κατώγειος]], <i>κατώγεως</i>, [[κατωκάρα]], [[κατωνάκη]], [[κατωνακοφόρος]], [[κατώρροπος]], [[κατωφαγάς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κατώγαιος]], <i>κατωφόρος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[κατωγεγραμμένος]], [[κατωκλινώς]], [[κατωμαγούλα]], [[κατωμάγουλον]], <i>κατωσάγουνα</i>, [[κατωτυχής]], [[κατωφορούμαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>κατώ</i>(<i>γε</i>)<i>ι</i>(<i>ον</i>), <i>κατωθιό</i>, [[κατωσάγονο]], [[κατώφλι]] (<i>ον</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατωβλεπούσα]], [[κατωδρομώ]], [[κατωλίθι]], [[κατωλυγίζω]], [[κατωμασέλα]], [[κατωμέρι]], [[κατωμερίτης]], [[κατώμερος]], <i>κατώξανθος</i>, [[κατωπεσμένος]], [[κατωσέντονο]], <i>κατώστομα</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm