Anonymous

προσάπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και δωρ. τ. [[προτιάπτω]] Α [[ἅπτω]]<br /><b>1.</b> [[προσαρτώ]] [[κάτι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσκολλώ]] («τούτων μὲν ὦν ἔχεις χεροῑν τύμβῳ προσάψης [[μηδέν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επισυνάπτω]] («τὸ [[ἀντίγραφον]]... προσήψαμεν», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (με αρνητική σημ.) [[καταλογίζω]] [[κάτι]] εις [[βάρος]] κάποιου, του [[αποδίδω]] ευθύνες για [[κάτι]] (α. «[[προσάπτω]] [[κατηγορία]]» β. «μή τι [[πέρα]] [[χρέος]] ἐμᾷ πόλει προσάψης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον [[κάτι]], [[παρέχω]], [[χορηγώ]] ή [[απονέμω]] («αὐτὰρ ἐγὼ [[τόδε]] κῡδος Ἀχιλλῆι [[προτιάπτω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]], [[χρησιμοποιώ]]<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>4.</b> [[αναθέτω]] [[κάτι]] σε κάποιον, του [[εμπιστεύομαι]] [[κάτι]] («τὸ ναυτικὸν προσήψεν αὐτῷ ἡ [[πόλις]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[προσεγγίζω]] κάποιον, [[πλησιάζω]]<br />β) συγκαταλέγομαι («εἰ κακοῑς κακὰ προσάψει τοῑς [[πάλαι]] τὰ πρόσφατα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον, τὸ [[θεωρώ]] ως [[έργο]] του («κατορθώματα τῇ τύχῃ προσάπτειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προσάπτομαι</i><br />α) (<b>για πρόσ.</b>) προσκολλώμαι σε [[κάτι]]<br />β) σχετίζομαι με κάποιον ή με [[κάτι]]<br />γ) (για παλαιστές) [[έρχομαι]] στα χέρια<br />δ) (το παθ.) [[είμαι]] συνδεδεμένος με [[κάτι]].
|mltxt=ΝΜΑ και δωρ. τ. [[προτιάπτω]] Α [[ἅπτω]]<br /><b>1.</b> [[προσαρτώ]] [[κάτι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσκολλώ]] («τούτων μὲν ὦν ἔχεις χεροῑν τύμβῳ προσάψης [[μηδέν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επισυνάπτω]] («τὸ [[ἀντίγραφον]]... προσήψαμεν», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (με αρνητική σημ.) [[καταλογίζω]] [[κάτι]] εις [[βάρος]] κάποιου, του [[αποδίδω]] ευθύνες για [[κάτι]] (α. «[[προσάπτω]] [[κατηγορία]]» β. «μή τι [[πέρα]] [[χρέος]] ἐμᾷ πόλει προσάψης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον [[κάτι]], [[παρέχω]], [[χορηγώ]] ή [[απονέμω]] («αὐτὰρ ἐγὼ [[τόδε]] κῡδος Ἀχιλλῆι [[προτιάπτω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]], [[χρησιμοποιώ]]<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>4.</b> [[αναθέτω]] [[κάτι]] σε κάποιον, του [[εμπιστεύομαι]] [[κάτι]] («τὸ ναυτικὸν προσήψεν αὐτῷ ἡ [[πόλις]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[προσεγγίζω]] κάποιον, [[πλησιάζω]]<br />β) συγκαταλέγομαι («εἰ κακοῑς κακὰ προσάψει τοῖς [[πάλαι]] τὰ πρόσφατα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον, τὸ [[θεωρώ]] ως [[έργο]] του («κατορθώματα τῇ τύχῃ προσάπτειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προσάπτομαι</i><br />α) (<b>για πρόσ.</b>) προσκολλώμαι σε [[κάτι]]<br />β) σχετίζομαι με κάποιον ή με [[κάτι]]<br />γ) (για παλαιστές) [[έρχομαι]] στα χέρια<br />δ) (το παθ.) [[είμαι]] συνδεδεμένος με [[κάτι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm