Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταρράκτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[καταρράχτης]], ὁ (AM [[καταρράκτης]], Α και [[καταράκτης]], ιων. τ. καταρρήκτης και καταρήκτης) [[καταρράσσω]]<br /><b>1.</b> απότομη [[πτώση]] νερού ποταμού ή ρυακιού από μεγάλο ύψος (α. «οι καταρράκτες της Έδεσσας» β. «τηλικαύτην δ' ἔχων ὑπεροχὴν ἐν πᾱσιν ὁ ποταμὸς [[οὗτος]],... πλὴν ἐν τοῑς καλουμένοις καταράκταις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] ορμητικού θαλάσσιου πτηνού<br /><b>3.</b> [[βαρύ]] ξύλινο ή μεταλλικό κινητό [[φράγμα]] που προστάτευε την [[πύλη]] μιας πόλης ή την είσοδο ενός λιμανιού, η [[καταρρακτή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ακατάσχετη και ορμητική ροή («[[καταρράκτης]] ύβρεων»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «άνοιξαν [[πάλι]] οι καταρράκτες του ουρανού» — έβρεξε [[πάλι]] [[πάρα]] πολύ, έκανε κατακλυσμό<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[νόσος]] τών οφθαλμών [[κατά]] την οποία θολώνει ο [[φακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μοχλός]] με τον οποίο ασφαλίζεται η [[θύρα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] [[κινητής]] σκάλας ή γέφυρας για [[ανάβαση]] στα πλοία<br /><b>3.</b> [[υδροφράκτης]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> α) ο [[ορμητικός]], ο [[σφοδρός]] («τηρήσας καταρράκτην ὄμβρον συνήργησε καὶ αὐτὸς καὶ τοὺς ῥινούχους ἑνέφραξεν», <b>Στράβ.</b>)<br />β) ο [[απόκρημνος]].
|mltxt=και [[καταρράχτης]], ὁ (AM [[καταρράκτης]], Α και [[καταράκτης]], ιων. τ. καταρρήκτης και καταρήκτης) [[καταρράσσω]]<br /><b>1.</b> απότομη [[πτώση]] νερού ποταμού ή ρυακιού από μεγάλο ύψος (α. «οι καταρράκτες της Έδεσσας» β. «τηλικαύτην δ' ἔχων ὑπεροχὴν ἐν πᾱσιν ὁ ποταμὸς [[οὗτος]],... πλὴν ἐν τοῖς καλουμένοις καταράκταις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] ορμητικού θαλάσσιου πτηνού<br /><b>3.</b> [[βαρύ]] ξύλινο ή μεταλλικό κινητό [[φράγμα]] που προστάτευε την [[πύλη]] μιας πόλης ή την είσοδο ενός λιμανιού, η [[καταρρακτή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ακατάσχετη και ορμητική ροή («[[καταρράκτης]] ύβρεων»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «άνοιξαν [[πάλι]] οι καταρράκτες του ουρανού» — έβρεξε [[πάλι]] [[πάρα]] πολύ, έκανε κατακλυσμό<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[νόσος]] τών οφθαλμών [[κατά]] την οποία θολώνει ο [[φακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μοχλός]] με τον οποίο ασφαλίζεται η [[θύρα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] [[κινητής]] σκάλας ή γέφυρας για [[ανάβαση]] στα πλοία<br /><b>3.</b> [[υδροφράκτης]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> α) ο [[ορμητικός]], ο [[σφοδρός]] («τηρήσας καταρράκτην ὄμβρον συνήργησε καὶ αὐτὸς καὶ τοὺς ῥινούχους ἑνέφραξεν», <b>Στράβ.</b>)<br />β) ο [[απόκρημνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm