Anonymous

προσαρμόζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. [[προσαρμόττω]] Α [[αρμόζω]]<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συναρμόζω]], [[ταιριάζω]], [[εφαρμόζω]] («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῑς ἄξοσι προσήρμοσται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[στερεώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[τροποποιώ]], [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] για να το καταστήσω πιο εύχρηστο ή [[σύμφωνο]] με μια δεδομένη [[κατάσταση]] (α. «[[πρέπει]] να προσαρμόσεις το ύφος του κειμένου στο νοηματικό περιεχόμενό του» β. «πᾱν ἂν παντί τις [[ὄνομα]] [[πράγματι]] προσαρμόσειεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>προσαρμόζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> εθίζομαι, εξοικειώνομαι, συμμορφώνομαι («προσαρμόστηκε στις σύγχρονες απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) προσκολλώμαι<br />β) [[συμφωνώ]] με κάποιον σε [[κάτι]] («τὸ προσαρμόττον ἑκάστῃ φύσει [[εἶδος]]» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[ταιριάζω]] [[κάτι]] στον εαυτό μου («προσαρμόξασθαι δ' αὐτὰ ὁ [[νόος]] δύναται», Αίσ.).
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. [[προσαρμόττω]] Α [[αρμόζω]]<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συναρμόζω]], [[ταιριάζω]], [[εφαρμόζω]] («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῖς ἄξοσι προσήρμοσται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[στερεώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[τροποποιώ]], [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] για να το καταστήσω πιο εύχρηστο ή [[σύμφωνο]] με μια δεδομένη [[κατάσταση]] (α. «[[πρέπει]] να προσαρμόσεις το ύφος του κειμένου στο νοηματικό περιεχόμενό του» β. «πᾱν ἂν παντί τις [[ὄνομα]] [[πράγματι]] προσαρμόσειεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>προσαρμόζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> εθίζομαι, εξοικειώνομαι, συμμορφώνομαι («προσαρμόστηκε στις σύγχρονες απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) προσκολλώμαι<br />β) [[συμφωνώ]] με κάποιον σε [[κάτι]] («τὸ προσαρμόττον ἑκάστῃ φύσει [[εἶδος]]» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[ταιριάζω]] [[κάτι]] στον εαυτό μου («προσαρμόξασθαι δ' αὐτὰ ὁ [[νόος]] δύναται», Αίσ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm