3,277,172
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. [[προσαρμόττω]] Α [[αρμόζω]]<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συναρμόζω]], [[ταιριάζω]], [[εφαρμόζω]] («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ | |mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. [[προσαρμόττω]] Α [[αρμόζω]]<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συναρμόζω]], [[ταιριάζω]], [[εφαρμόζω]] («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῖς ἄξοσι προσήρμοσται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[στερεώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[τροποποιώ]], [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] για να το καταστήσω πιο εύχρηστο ή [[σύμφωνο]] με μια δεδομένη [[κατάσταση]] (α. «[[πρέπει]] να προσαρμόσεις το ύφος του κειμένου στο νοηματικό περιεχόμενό του» β. «πᾱν ἂν παντί τις [[ὄνομα]] [[πράγματι]] προσαρμόσειεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>προσαρμόζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> εθίζομαι, εξοικειώνομαι, συμμορφώνομαι («προσαρμόστηκε στις σύγχρονες απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) προσκολλώμαι<br />β) [[συμφωνώ]] με κάποιον σε [[κάτι]] («τὸ προσαρμόττον ἑκάστῃ φύσει [[εἶδος]]» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[ταιριάζω]] [[κάτι]] στον εαυτό μου («προσαρμόξασθαι δ' αὐτὰ ὁ [[νόος]] δύναται», Αίσ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |