Anonymous

ἐπιπλέκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "τὸ" to "τὸ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιπλέκω]])<br />[[περιπλέκω]], [[μπερδεύω]], [[ανακατώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[αρρώστια]]) [[προκαλώ]] επιπλοκές, [[χειροτερεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλέκω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[προσθέτω]] πλέκοντας<br /><b>2.</b> [[δένω]], [[δεσμεύω]]<br /><b>3.</b> [[συνδυάζω]], [[συνδέω]] («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανήκω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιπλέκομαι</i><br />εμπλέκομαι, συμπλέκομαι («τῶν ἄλλων οὐκ ἐμπλεκομένων τοῑς Ἕλλησιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]]<br /><b>6.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. <i>ἐπιπεπλεγμένος</i><br />α) αναμεμιγμένος<br />β) [[περίπλοκος]].
|mltxt=(Α [[ἐπιπλέκω]])<br />[[περιπλέκω]], [[μπερδεύω]], [[ανακατώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[αρρώστια]]) [[προκαλώ]] επιπλοκές, [[χειροτερεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλέκω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[προσθέτω]] πλέκοντας<br /><b>2.</b> [[δένω]], [[δεσμεύω]]<br /><b>3.</b> [[συνδυάζω]], [[συνδέω]] («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανήκω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιπλέκομαι</i><br />εμπλέκομαι, συμπλέκομαι («τῶν ἄλλων οὐκ ἐμπλεκομένων τοῖς Ἕλλησιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]]<br /><b>6.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. <i>ἐπιπεπλεγμένος</i><br />α) αναμεμιγμένος<br />β) [[περίπλοκος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm