Anonymous

τυπικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τυπικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τύπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο<br /><b>2.</b> αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο [[κυπρίνος]] [[είναι]] [[τυπικό]] [[γένος]] της οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ νοσοῡντες τοὺς λεγομένους τυπικοὺς [[κατά]] τινα τύπον κανονικῶς ἐπερχομένους πυρετούς», Καίλ. Αυρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί το κύριο [[γνώρισμα]] μιας ομάδας («τα τυπικά χαρακτηριστικά της μαύρης φυλής»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους τύπους («τυπική [[επίσκεψη]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν παρουσιάζει [[τίποτε]] το ιδιαίτερο («τυπική [[περίπτωση]] γαστρίτιδας»)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις εθιμικές απαιτήσεις ή τους κοινωνικούς κανόνες, [[υποδειγματικός]] («[[είναι]] [[πάντοτε]] πολύ [[τυπικός]] στις υποχρεώσεις του)<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τακτικός]], [[μεθοδικός]] («[[είναι]] πολύ τυπική στη δουλειά της»)<br /><b>5.</b> α) αυτός που αναφέρεται στην εξωτερική [[μορφή]] και όχι στην [[ουσία]], [[συμβατικός]] (α. «η συζήτησή μας ήταν εντελώς τυπική» β. «έχω [[απλώς]] μια τυπική [[σχέση]] [[μαζί]] του»)<br />β) [[ψυχρός]], [[χωρίς]] [[εγκαρδιότητα]] («μού απηύθυνε έναν [[τυπικό]] χαιρετισμό»)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο υπερβολικά προσηλωμένος στους τύπους, αυτός που θέτει τους τύπους [[πάνω]] από την [[ουσία]], [[φορμαλιστής]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «τυπικά και τελετουργικά αντικείμενα»<br /><b>θρησκειολ.</b> αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σε λατρείες, τελετουργίες και ιερές τελετές<br />β) «[[τυπικό]] [[έγκλημα]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[έγκλημα]] στο οποίο δεν απαιτείται η [[επέλευση]] ορισμένου κολάσιμου αποτελέσματος για την [[επιβολή]] ποινής, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[δυσφήμηση]] ή η [[ψευδορκία]]<br />γ) «τυπική [[αιτία]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> (στον <b>Αριστοτ.</b>) ουσιώδες [[στοιχείο]] το οποίο εντάσσει ένα ον στο [[είδος]] του, η [[μορφή]] ή η [[δομή]] η οποία το διακρίνει από τα άλλα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την υλική [[αιτία]] ή ύλη<br />δ) «τυπική [[απόκλιση]]»<br /><b>μαθημ.</b> η τετραγωνική [[ρίζα]] της διασποράς μιας τυχαίας μεταβλητής, η οποία συμβολίζεται με <i>σ</i><br />ε) «τυπική [[λογική]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> ο [[κλάδος]] της λογικής που έχει ως κύριο [[αντικείμενο]] έρευνας τις προτάσεις ή αποφάνσεις και τα απαγωγικά επιχειρήματα, [[αφού]] αφαιρεθούν όμως από το [[περιεχόμενο]] τους οι δομές ή τα λογικά σχήματα που περιέχουν<br />στ) «[[τυπικό]] [[βάρος]]»<br /><b>χημ.</b> το [[άθροισμα]] τών ατομικών βαρών όλων τών ατόμων που εμφανίζονται σε έναν χημικό τύπο<br />ζ) «[[τυπικός]] όγκος»<br /><b>ιατρ.</b> όγκος από ιστούς οι οποίοι [[είναι]] όμοιοι με τους ιστούς του οργάνου από το οποίο προέρχονται<br />η) «[[τυπικό]] [[γνώρισμα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[γνώρισμα]] χαρακτηριστικό μιας και μόνο ομάδας ζώων ή [[φυτών]], λ.χ. είδους, γένους ή οικογένειας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιβάλλεται από τη [[συνήθεια]], από τα καθιερωμένα ή από έναν κανονισμό (α. «έγινε [[ανταλλαγή]] τών τυπικών φιλοφρονήσεων» β. «λέγων τινὰ ῥήματα τυπικά», Θεόφιλ. Αντικήν.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τυπικό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συμβολικός]] («φῶς δὲ τυπικὸν καὶ σύμμετρον τοῑς ὑποδεχομένοις, ὁ γραπτὸς [[νόμος]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να κατασκευαστεί ή που [[είναι]] επεξεργασμένος σύμφωνα με έναν τύπο, με μια [[μήτρα]], με ένα [[καλούπι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τυπικώς]] / <i>τυπικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>τυπικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[τυπικό]] τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με συμβολικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σύμφωνα με τον τύπο, με το αρχέτυπο<br /><b>2.</b> με παραδείγματα.
|mltxt=-ή, -ό / [[τυπικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τύπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο<br /><b>2.</b> αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο [[κυπρίνος]] [[είναι]] [[τυπικό]] [[γένος]] της οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ νοσοῡντες τοὺς λεγομένους τυπικοὺς [[κατά]] τινα τύπον κανονικῶς ἐπερχομένους πυρετούς», Καίλ. Αυρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί το κύριο [[γνώρισμα]] μιας ομάδας («τα τυπικά χαρακτηριστικά της μαύρης φυλής»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους τύπους («τυπική [[επίσκεψη]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν παρουσιάζει [[τίποτε]] το ιδιαίτερο («τυπική [[περίπτωση]] γαστρίτιδας»)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις εθιμικές απαιτήσεις ή τους κοινωνικούς κανόνες, [[υποδειγματικός]] («[[είναι]] [[πάντοτε]] πολύ [[τυπικός]] στις υποχρεώσεις του)<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τακτικός]], [[μεθοδικός]] («[[είναι]] πολύ τυπική στη δουλειά της»)<br /><b>5.</b> α) αυτός που αναφέρεται στην εξωτερική [[μορφή]] και όχι στην [[ουσία]], [[συμβατικός]] (α. «η συζήτησή μας ήταν εντελώς τυπική» β. «έχω [[απλώς]] μια τυπική [[σχέση]] [[μαζί]] του»)<br />β) [[ψυχρός]], [[χωρίς]] [[εγκαρδιότητα]] («μού απηύθυνε έναν [[τυπικό]] χαιρετισμό»)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο υπερβολικά προσηλωμένος στους τύπους, αυτός που θέτει τους τύπους [[πάνω]] από την [[ουσία]], [[φορμαλιστής]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «τυπικά και τελετουργικά αντικείμενα»<br /><b>θρησκειολ.</b> αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σε λατρείες, τελετουργίες και ιερές τελετές<br />β) «[[τυπικό]] [[έγκλημα]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[έγκλημα]] στο οποίο δεν απαιτείται η [[επέλευση]] ορισμένου κολάσιμου αποτελέσματος για την [[επιβολή]] ποινής, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[δυσφήμηση]] ή η [[ψευδορκία]]<br />γ) «τυπική [[αιτία]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> (στον <b>Αριστοτ.</b>) ουσιώδες [[στοιχείο]] το οποίο εντάσσει ένα ον στο [[είδος]] του, η [[μορφή]] ή η [[δομή]] η οποία το διακρίνει από τα άλλα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την υλική [[αιτία]] ή ύλη<br />δ) «τυπική [[απόκλιση]]»<br /><b>μαθημ.</b> η τετραγωνική [[ρίζα]] της διασποράς μιας τυχαίας μεταβλητής, η οποία συμβολίζεται με <i>σ</i><br />ε) «τυπική [[λογική]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> ο [[κλάδος]] της λογικής που έχει ως κύριο [[αντικείμενο]] έρευνας τις προτάσεις ή αποφάνσεις και τα απαγωγικά επιχειρήματα, [[αφού]] αφαιρεθούν όμως από το [[περιεχόμενο]] τους οι δομές ή τα λογικά σχήματα που περιέχουν<br />στ) «[[τυπικό]] [[βάρος]]»<br /><b>χημ.</b> το [[άθροισμα]] τών ατομικών βαρών όλων τών ατόμων που εμφανίζονται σε έναν χημικό τύπο<br />ζ) «[[τυπικός]] όγκος»<br /><b>ιατρ.</b> όγκος από ιστούς οι οποίοι [[είναι]] όμοιοι με τους ιστούς του οργάνου από το οποίο προέρχονται<br />η) «[[τυπικό]] [[γνώρισμα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[γνώρισμα]] χαρακτηριστικό μιας και μόνο ομάδας ζώων ή [[φυτών]], λ.χ. είδους, γένους ή οικογένειας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιβάλλεται από τη [[συνήθεια]], από τα καθιερωμένα ή από έναν κανονισμό (α. «έγινε [[ανταλλαγή]] τών τυπικών φιλοφρονήσεων» β. «λέγων τινὰ ῥήματα τυπικά», Θεόφιλ. Αντικήν.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τυπικό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συμβολικός]] («φῶς δὲ τυπικὸν καὶ σύμμετρον τοῖς ὑποδεχομένοις, ὁ γραπτὸς [[νόμος]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να κατασκευαστεί ή που [[είναι]] επεξεργασμένος σύμφωνα με έναν τύπο, με μια [[μήτρα]], με ένα [[καλούπι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τυπικώς]] / <i>τυπικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>τυπικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[τυπικό]] τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με συμβολικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σύμφωνα με τον τύπο, με το αρχέτυπο<br /><b>2.</b> με παραδείγματα.
}}
}}
{{elru
{{elru