Anonymous

υπηρεσία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
(43)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπηρεσία]], ΝΜΑ [[ὑπηρέτης]]<br /><b>1.</b> [[εξυπηρέτηση]], [[εκδούλευση]], [[προσφορά]] (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο [[έθνος]]» β. «τίς αὕτη ἡ [[ὑπηρεσία]] ἐστὶ τοῑς θεοῑς», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών υπηρετών, το υπηρετικό προσωπικό (α. «όλη η [[υπηρεσία]] είχε [[άδεια]] εξόδου» β. «οἱ τῶν ὑπηρεσιῶν ὄντες Ἀθήνηθεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έργο]], [[εργασία]] που ανατίθεται σε στρατιωτικό, [[δημόσιο]] ή ιδιωτικό υπάλληλο (α. «ορκίστηκε χτές και ανέλαβε [[υπηρεσία]]» β. «[[υπηρεσία]] γραφείου»)<br /><b>2.</b> η [[εκτέλεση]] της εργασίας, τών καθηκόντων που ανατίθενται σε κάποιον («[[τρία]] έτη πραγματικής υπηρεσίας σε παραμεθόρια [[περιοχή]]»)<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών διοικητικών και άλλων λειτουργιών ενός κράτους ή δημόσιου οργανισμού (α. «τελωνειακή [[υπηρεσία]]» β. «Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών»)<br /><b>4.</b> η [[ενεργός]] [[κατάσταση]] δημοσίου υπαλλήλου, ο [[χρόνος]] [[κατά]] τον οποίο εργάζεται [[κανείς]] σε μια [[εργασία]] («έχει συντάξιμη [[υπηρεσία]]»)<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι υπηρεσίες</i><br /><b>(οικον.)</b> τα άυλα [[αγαθά]], στα οποία περιλαμβάνονται οι μεταφορές, η [[ψυχαγωγία]], η [[εκπαίδευση]], η [[υγεία]], το [[εμπόριο]], η [[άμυνα]] και η [[ασφάλεια]] μιας χώρας, [[αγαθά]] τα οποία προσφέρονται από το [[κράτος]] ή από ιδιωτικούς φορείς και τών οποίων το [[σύνολο]] συγκροτεί τον τριτογενή τομέα της οικονομίας<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω [[υπηρεσία]]» ή «[[είμαι]] [[υπηρεσία]]» — [[είναι]] η [[σειρά]] μου να εκτελέσω τα καθήκοντά μου ή να φροντίσω για [[κάτι]]<br />β) «[[αξιωματικός]] υπηρεσίας» ή «[[υπάλληλος]] υπηρεσίας» — αυτός που αναλαμβάνει την [[εποπτεία]] συγκεκριμένων [[εργασιών]], [[κυρίως]] [[μετά]] τη [[λήξη]] του κανονικού προγράμματος<br />γ) «[[δημόσια]] [[υπηρεσία]]» — <b>βλ.</b> [[δημόσιος]]<br />δ) «[[άρνηση]] υπηρεσίας» — το να αρνείται [[κανείς]] να εκτελέσει τα υπηρεσιακά καθήκοντα που ορίζονται από τους κανονισμούς<br />ε) «τίθεμαι [[εκτός]] υπηρεσίας» — απαλλάσσομαι από τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα<br />στ) «Υπηρεσία Επείγουσας Στρατιωτικής Αλληλογραφίας»<br /><b>στρ.</b> στρατιωτική [[υπηρεσία]] μεταφοράς και διανομής εγγράφων που διακινούνται με τον χαρακτηρισμό του επείγοντος ή κατεπείγοντος<br />ζ) «εξαίρετες [ή σημαντικές] υπηρεσίες»<br /><b>(νομ.)</b> [[χαρακτηρισμός]] της προσφοράς καλλιτεχνών, λογοτεχνών κ.ά. προσώπων, τα οποία, βάσει ορισμένων νόμιμων προϋποθέσεων, θεμελιώνουν [[δικαίωμα]] σύνταξης ή αιτιολογείται η [[απονομή]] σ' αυτά παρασήμου και άλλων διακρίσεων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[διακονία]], το [[αξίωμα]] τών διακόνων της εκκλησίας<br /><b>2.</b> το [[έργο]] τών διακόνων ή τών υποδιακόνων της εκκλησίας<br /><b>3.</b> η [[ακολουθία]] («διὰ εἰκοσιτεσσάρων ὑπηρεσιῶν τὸν δρόμον τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς διατελέσωμεν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών κωπηλατών και τών ναυτών, το [[πλήρωμα]] του πλοίου («κυβερνήτας ἔχομεν πολίτας καὶ τὴν [[ἄλλην]] ὑπηρεσίαν πλείους καὶ ἀμείνους ἢ ἅπασα ἡ ἄλλη [[Ἑλλάς]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> επίπονη, χειρωνακτική [[εργασία]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὑπηρεσίαι</i><br />τα εξαρτήματα του πλοίου («ναῡς εὖ ταῑς ὑπηρεσίαις ἐξηρτυμένη», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=η / [[ὑπηρεσία]], ΝΜΑ [[ὑπηρέτης]]<br /><b>1.</b> [[εξυπηρέτηση]], [[εκδούλευση]], [[προσφορά]] (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο [[έθνος]]» β. «τίς αὕτη ἡ [[ὑπηρεσία]] ἐστὶ τοῖς θεοῑς», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών υπηρετών, το υπηρετικό προσωπικό (α. «όλη η [[υπηρεσία]] είχε [[άδεια]] εξόδου» β. «οἱ τῶν ὑπηρεσιῶν ὄντες Ἀθήνηθεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έργο]], [[εργασία]] που ανατίθεται σε στρατιωτικό, [[δημόσιο]] ή ιδιωτικό υπάλληλο (α. «ορκίστηκε χτές και ανέλαβε [[υπηρεσία]]» β. «[[υπηρεσία]] γραφείου»)<br /><b>2.</b> η [[εκτέλεση]] της εργασίας, τών καθηκόντων που ανατίθενται σε κάποιον («[[τρία]] έτη πραγματικής υπηρεσίας σε παραμεθόρια [[περιοχή]]»)<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών διοικητικών και άλλων λειτουργιών ενός κράτους ή δημόσιου οργανισμού (α. «τελωνειακή [[υπηρεσία]]» β. «Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών»)<br /><b>4.</b> η [[ενεργός]] [[κατάσταση]] δημοσίου υπαλλήλου, ο [[χρόνος]] [[κατά]] τον οποίο εργάζεται [[κανείς]] σε μια [[εργασία]] («έχει συντάξιμη [[υπηρεσία]]»)<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι υπηρεσίες</i><br /><b>(οικον.)</b> τα άυλα [[αγαθά]], στα οποία περιλαμβάνονται οι μεταφορές, η [[ψυχαγωγία]], η [[εκπαίδευση]], η [[υγεία]], το [[εμπόριο]], η [[άμυνα]] και η [[ασφάλεια]] μιας χώρας, [[αγαθά]] τα οποία προσφέρονται από το [[κράτος]] ή από ιδιωτικούς φορείς και τών οποίων το [[σύνολο]] συγκροτεί τον τριτογενή τομέα της οικονομίας<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω [[υπηρεσία]]» ή «[[είμαι]] [[υπηρεσία]]» — [[είναι]] η [[σειρά]] μου να εκτελέσω τα καθήκοντά μου ή να φροντίσω για [[κάτι]]<br />β) «[[αξιωματικός]] υπηρεσίας» ή «[[υπάλληλος]] υπηρεσίας» — αυτός που αναλαμβάνει την [[εποπτεία]] συγκεκριμένων [[εργασιών]], [[κυρίως]] [[μετά]] τη [[λήξη]] του κανονικού προγράμματος<br />γ) «[[δημόσια]] [[υπηρεσία]]» — <b>βλ.</b> [[δημόσιος]]<br />δ) «[[άρνηση]] υπηρεσίας» — το να αρνείται [[κανείς]] να εκτελέσει τα υπηρεσιακά καθήκοντα που ορίζονται από τους κανονισμούς<br />ε) «τίθεμαι [[εκτός]] υπηρεσίας» — απαλλάσσομαι από τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα<br />στ) «Υπηρεσία Επείγουσας Στρατιωτικής Αλληλογραφίας»<br /><b>στρ.</b> στρατιωτική [[υπηρεσία]] μεταφοράς και διανομής εγγράφων που διακινούνται με τον χαρακτηρισμό του επείγοντος ή κατεπείγοντος<br />ζ) «εξαίρετες [ή σημαντικές] υπηρεσίες»<br /><b>(νομ.)</b> [[χαρακτηρισμός]] της προσφοράς καλλιτεχνών, λογοτεχνών κ.ά. προσώπων, τα οποία, βάσει ορισμένων νόμιμων προϋποθέσεων, θεμελιώνουν [[δικαίωμα]] σύνταξης ή αιτιολογείται η [[απονομή]] σ' αυτά παρασήμου και άλλων διακρίσεων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[διακονία]], το [[αξίωμα]] τών διακόνων της εκκλησίας<br /><b>2.</b> το [[έργο]] τών διακόνων ή τών υποδιακόνων της εκκλησίας<br /><b>3.</b> η [[ακολουθία]] («διὰ εἰκοσιτεσσάρων ὑπηρεσιῶν τὸν δρόμον τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς διατελέσωμεν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών κωπηλατών και τών ναυτών, το [[πλήρωμα]] του πλοίου («κυβερνήτας ἔχομεν πολίτας καὶ τὴν [[ἄλλην]] ὑπηρεσίαν πλείους καὶ ἀμείνους ἢ ἅπασα ἡ ἄλλη [[Ἑλλάς]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> επίπονη, χειρωνακτική [[εργασία]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὑπηρεσίαι</i><br />τα εξαρτήματα του πλοίου («ναῡς εὖ ταῑς ὑπηρεσίαις ἐξηρτυμένη», <b>Πολ.</b>).
}}
}}