3,274,917
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερόριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. [[ὑπερούριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τελείται [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[υπερορία]]<br />α) η [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους [[χώρα]], η [[ξενιτιά]] (α. «έζησε [[χρόνια]] ολόκληρα στην [[υπερορία]]» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αναγκαστική [[απομάκρυνση]] ενός προσώπου έξω ή [[πέρα]] από τα όρια μιας επικράτειας, [[εξορία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φήμη]]) ο [[ευρέως]] διαδεδομένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, ξενιτεμένος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εξόριστος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που στερείται [[κάτι]] ή αυτός που δεν συμμετέχει σε [[κάτι]], [[αμέτοχος]] («γραφὴ [[ὑπερόριος]] τῆς φύσεως», Πρόκ.<br />β. «δυσχερὴς ἀκοῡσαι καὶ τοῡ ἡδέος [[ὑπερόριος]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυνήθιστος]] («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν | |mltxt=-α, -ο / [[ὑπερόριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. [[ὑπερούριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τελείται [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[υπερορία]]<br />α) η [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους [[χώρα]], η [[ξενιτιά]] (α. «έζησε [[χρόνια]] ολόκληρα στην [[υπερορία]]» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αναγκαστική [[απομάκρυνση]] ενός προσώπου έξω ή [[πέρα]] από τα όρια μιας επικράτειας, [[εξορία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φήμη]]) ο [[ευρέως]] διαδεδομένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, ξενιτεμένος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εξόριστος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που στερείται [[κάτι]] ή αυτός που δεν συμμετέχει σε [[κάτι]], [[αμέτοχος]] («γραφὴ [[ὑπερόριος]] τῆς φύσεως», Πρόκ.<br />β. «δυσχερὴς ἀκοῡσαι καὶ τοῡ ἡδέος [[ὑπερόριος]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυνήθιστος]] («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν τοῖς οἰκείοις πράγμασιν», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπερόρια</i><br />α) οι ξένες υποθέσεις («τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὐπερόρια συνεχῶς ἦρχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) οι τόποι που βρίσκονται έξω ή [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας («διὰ τὴν κτῆσιν τὴν ἐν τοῖς ὑπερορίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερορίως</i> Μ<br />[[πέρα]], [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρος]] [Ι] «όριο, [[σύνορο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεθ</i>-<i>όριος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |