Anonymous

ὑπουργικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπουργικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική [[απόφαση]]» β. «[[υπουργικός]] [[θώκος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπουργικό [[συμβούλιο]]» — το [[σύνολο]] τών υπουργών της κυβέρνησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[εξυπηρέτηση]], που βοηθάει («πῶς οὐκ εἰσὶ τῶν φθορίμων πραγμάτων τὰ ἄφθαρτα ὑπουργικά;», Ιουστίν.)<br /><b>2.</b> [[υπηρετικός]], [[δουλικός]] («[[γένος]] ὑπηρετικὸν καὶ ὑπουργικὸν τοῑς κρείττοσι», Ιουλιαν.)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπουργικώς</i> / <i>ὑπουργικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υπουργικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο που ταιριάζει σε υπουργό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με τρόπο που ταιριάζει σε κατώτερο σε [[σχέση]] με κάποιον [[άλλο]] («καταβέβηκα, ἔφη<br />αὐθαιρετικῶς, φησιν, οὐχ ὑπουργικῶς», Δίδ.).
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπουργικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική [[απόφαση]]» β. «[[υπουργικός]] [[θώκος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπουργικό [[συμβούλιο]]» — το [[σύνολο]] τών υπουργών της κυβέρνησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[εξυπηρέτηση]], που βοηθάει («πῶς οὐκ εἰσὶ τῶν φθορίμων πραγμάτων τὰ ἄφθαρτα ὑπουργικά;», Ιουστίν.)<br /><b>2.</b> [[υπηρετικός]], [[δουλικός]] («[[γένος]] ὑπηρετικὸν καὶ ὑπουργικὸν τοῖς κρείττοσι», Ιουλιαν.)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπουργικώς</i> / <i>ὑπουργικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υπουργικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο που ταιριάζει σε υπουργό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με τρόπο που ταιριάζει σε κατώτερο σε [[σχέση]] με κάποιον [[άλλο]] («καταβέβηκα, ἔφη<br />αὐθαιρετικῶς, φησιν, οὐχ ὑπουργικῶς», Δίδ.).
}}
}}