Anonymous

ὑπόκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπόκειμαι]], ΝΜΑ [[κεῑμαι]]<br /><b>1.</b> [[κείμαι]], βρίσκομαι από [[κάτω]] (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ ἄρχοντι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[επιδεκτικός]] σε [[κάτι]] (α. «υπόκειται σε αλλοιώσεις» β. «ὑποκεῑσθαι τοῑς πάθεσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[επιχείρημα]], συλλογισμό ή [[υπόθεση]]) τίθεμαι ως [[βάση]] («[[εἴτε]] ὀρθῶς [[εἴτε]] μὴ ὑπόκειται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[υποκείμενο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τα υπερκείμενα τοῑς υποκειμένοις»<br /><b>(νομ.)</b> [[αξίωμα]] [[κατά]] το οποίο στον ιδιοκτήτη του εδάφους ανήκει και [[κάθε]] [[κτίσμα]] που βρίσκεται [[πάνω]] σε αυτό<br />β) «[[κανόνας]] μη υποκείμενος σε εξαιρέσεις» — [[κανόνας]] που δεν δέχεται εξαιρέσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[τόπο]]) βρίσκομαι [[παρακάτω]] (α. «πρὸς βορρὰν καὶ ἄρκτον ὑποκείμενα μέρη τῶν ορέων», Γεωπ.<br />β. «λόφον.... ὑποκείμενον... τοῑς Σιννάκοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ὑποκεῑσθαι δανείοις» — [[είμαι]] καταχρεωμένος (Μαλάλ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[κείμενο]]) δίνομαι [[παρακάτω]]<br /><b>2.</b> υποβάλλομαι, προτείνομαι σε κάποιον («ἔμενεν ἐπὶ τῆς ὑποκειμένης γνώμης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[παρών]] ή [[πρόχειρος]] («χρῆται τῇ ὑποκειμένη δυνάμει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] αποφασισμένος ή έχω [[κάτι]] ως κανόνα<br /><b>5.</b> υποδηλώνομαι, υποδεικνύομαι<br /><b>6.</b> [[υπολείπομαι]], [[απομένω]] («[[τιμωρία]] ὑπόκειται τοῑς τὰ ψεύδη μαρτυροῡσι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> υποθηκεύομαι, ενεχυριάζομαι («οἰκίαν μδ' μνῶν ὑποκειμένην», Iσαί.)<br /><b>8.</b> <b>(φιλοσ.)</b> (σχετικά με [[διανόημα]]) τίθεμαι ή [[υπάρχω]] ως [[βάση]], ως [[θεμέλιο]] («τὰ εἰρημένα περὶ ψυχῆς ὑποκείσθω», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>(λογ.)</b> [[αντιστοιχώ]] ή υπάγομαι σε [[κάτι]] («τῇ ἰατρικῇ... ἡ ὀψοποιικὴ... ὑπόκειται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (με αιτ. και το απρμφ. [[εἶναι]]) υποτίθεται ότι [[είναι]] ή ότι υπάρχει [[κάτι]] («ὑποκείσθω δὴ ἡμῑν [[εἶναι]] τὴν ἡδονὴν κίνησίν τινα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>μτφ.</b> [[πέφτω]] στα πόδια κάποιου και τον [[ικετεύω]] («ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ὑπόκειται</i><br />[[είναι]] προδιαγεγραμμένο, καθορισμένο ως [[κανόνας]] («καὶ γὰρ ἐνταῡθ' ὑπόκειται πρῶτον μὲν [[διωμοσία]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>13.</b> <b>(αμτβ.)</b> έχω προσαρτηθεί<br /><b>14.</b> (η αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ ὑποκείμενοι</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) οι εγγυητές<br /><b>15.</b> (η ουδ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑποκείμενα</i><br />τα ενέχυρα<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποκείσθω ὅτι...» — ας ληφθεί ως δεδομένο ότι... (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «ὁ ὑποκείμενος [[χρόνος]]» — ο ενεστώτας<br />γ) «ἡ ὑποκειμένη ὕλη» — η [[υπόθεση]] ή η ύλη επιστήμης ή πραγματείας (<b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ὑπόκειμαι]], ΝΜΑ [[κεῑμαι]]<br /><b>1.</b> [[κείμαι]], βρίσκομαι από [[κάτω]] (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ ἄρχοντι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[επιδεκτικός]] σε [[κάτι]] (α. «υπόκειται σε αλλοιώσεις» β. «ὑποκεῑσθαι τοῖς πάθεσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[επιχείρημα]], συλλογισμό ή [[υπόθεση]]) τίθεμαι ως [[βάση]] («[[εἴτε]] ὀρθῶς [[εἴτε]] μὴ ὑπόκειται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[υποκείμενο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τα υπερκείμενα τοῖς υποκειμένοις»<br /><b>(νομ.)</b> [[αξίωμα]] [[κατά]] το οποίο στον ιδιοκτήτη του εδάφους ανήκει και [[κάθε]] [[κτίσμα]] που βρίσκεται [[πάνω]] σε αυτό<br />β) «[[κανόνας]] μη υποκείμενος σε εξαιρέσεις» — [[κανόνας]] που δεν δέχεται εξαιρέσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[τόπο]]) βρίσκομαι [[παρακάτω]] (α. «πρὸς βορρὰν καὶ ἄρκτον ὑποκείμενα μέρη τῶν ορέων», Γεωπ.<br />β. «λόφον.... ὑποκείμενον... τοῖς Σιννάκοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ὑποκεῑσθαι δανείοις» — [[είμαι]] καταχρεωμένος (Μαλάλ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[κείμενο]]) δίνομαι [[παρακάτω]]<br /><b>2.</b> υποβάλλομαι, προτείνομαι σε κάποιον («ἔμενεν ἐπὶ τῆς ὑποκειμένης γνώμης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[παρών]] ή [[πρόχειρος]] («χρῆται τῇ ὑποκειμένη δυνάμει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] αποφασισμένος ή έχω [[κάτι]] ως κανόνα<br /><b>5.</b> υποδηλώνομαι, υποδεικνύομαι<br /><b>6.</b> [[υπολείπομαι]], [[απομένω]] («[[τιμωρία]] ὑπόκειται τοῖς τὰ ψεύδη μαρτυροῡσι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> υποθηκεύομαι, ενεχυριάζομαι («οἰκίαν μδ' μνῶν ὑποκειμένην», Iσαί.)<br /><b>8.</b> <b>(φιλοσ.)</b> (σχετικά με [[διανόημα]]) τίθεμαι ή [[υπάρχω]] ως [[βάση]], ως [[θεμέλιο]] («τὰ εἰρημένα περὶ ψυχῆς ὑποκείσθω», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>(λογ.)</b> [[αντιστοιχώ]] ή υπάγομαι σε [[κάτι]] («τῇ ἰατρικῇ... ἡ ὀψοποιικὴ... ὑπόκειται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (με αιτ. και το απρμφ. [[εἶναι]]) υποτίθεται ότι [[είναι]] ή ότι υπάρχει [[κάτι]] («ὑποκείσθω δὴ ἡμῑν [[εἶναι]] τὴν ἡδονὴν κίνησίν τινα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>μτφ.</b> [[πέφτω]] στα πόδια κάποιου και τον [[ικετεύω]] («ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ὑπόκειται</i><br />[[είναι]] προδιαγεγραμμένο, καθορισμένο ως [[κανόνας]] («καὶ γὰρ ἐνταῡθ' ὑπόκειται πρῶτον μὲν [[διωμοσία]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>13.</b> <b>(αμτβ.)</b> έχω προσαρτηθεί<br /><b>14.</b> (η αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ ὑποκείμενοι</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) οι εγγυητές<br /><b>15.</b> (η ουδ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑποκείμενα</i><br />τα ενέχυρα<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποκείσθω ὅτι...» — ας ληφθεί ως δεδομένο ότι... (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «ὁ ὑποκείμενος [[χρόνος]]» — ο ενεστώτας<br />γ) «ἡ ὑποκειμένη ὕλη» — η [[υπόθεση]] ή η ύλη επιστήμης ή πραγματείας (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm