3,274,827
edits
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀρθός]], Α λακων. τ. [[ὀρσός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[ευθυτενής]], [[στητός]], όρθιος («ὀρθαὶ δὲ [[τρίχες]] ἔσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε [[ορθός]] και [[σιωπηλός]]»).<br /><b>3.</b> [[ευθύς]], [[ίσιος]] («[[Ἀπόλλων]] ὀρθὸν ἰθύνοι [[βέλος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σωστός]], μη [[εσφαλμένος]] (α. «όλες οι απαντήσεις του ήταν ορθές» β. «ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ' ἐστίν, ἀσφαλὴς δ' ὁ νοῡς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίκαιος]], [[ενδεδειγμένος]] (α. «ορθή [[παρατήρηση]]» β. «μόνοι ἔτ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που σχηματίζει [[γωνία]] 90 μοιρών («ορθή [[γωνία]]»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθός]] [[λόγος]]»<br />i) η σωστή [[σκέψη]]<br />ii) <b>(φιλοσ.)</b> ο [[λόγος]] ως [[πηγή]] γνώσης και [[κριτήριο]] της αλήθειας, ο [[ορθολογισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ορθό]]<br />α) το [[λογικό]], το [[πρέπον]], το σωστό<br />β) η τελική [[μοίρα]] του κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό, αλλ. [[ευθύ]] ή [[απευθυσμένο]]<br /> | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀρθός]], Α λακων. τ. [[ὀρσός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[ευθυτενής]], [[στητός]], όρθιος («ὀρθαὶ δὲ [[τρίχες]] ἔσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε [[ορθός]] και [[σιωπηλός]]»).<br /><b>3.</b> [[ευθύς]], [[ίσιος]] («[[Ἀπόλλων]] ὀρθὸν ἰθύνοι [[βέλος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σωστός]], μη [[εσφαλμένος]] (α. «όλες οι απαντήσεις του ήταν ορθές» β. «ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ' ἐστίν, ἀσφαλὴς δ' ὁ νοῡς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίκαιος]], [[ενδεδειγμένος]] (α. «ορθή [[παρατήρηση]]» β. «μόνοι ἔτ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που σχηματίζει [[γωνία]] 90 μοιρών («ορθή [[γωνία]]»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθός]] [[λόγος]]»<br />i) η σωστή [[σκέψη]]<br />ii) <b>(φιλοσ.)</b> ο [[λόγος]] ως [[πηγή]] γνώσης και [[κριτήριο]] της αλήθειας, ο [[ορθολογισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ορθό]]<br />α) το [[λογικό]], το [[πρέπον]], το σωστό<br />β) η τελική [[μοίρα]] του κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό, αλλ. [[ευθύ]] ή [[απευθυσμένο]]<br /> | ||
|(μσν.-αρχ.) (το αρσ. ως επίθ. και ως ουσ.) [[ορθόδοξος]] στην [[πίστη]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνήσιος]], [[πραγματικός]], [[αληθινός]] («ὀρθὴ [[μανία]]», Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[μεγαλόφρων]] («σμικροὶ δὲ καὶ οὐκ ὀρθοὶ τὰς ψυχάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανήσυχος]], [[ανάστατος]], [[ταραγμένος]] για [[κάτι]] («ὀρθὴ ἦν ἡ [[πόλις]] ἐπὶ | |(μσν.-αρχ.) (το αρσ. ως επίθ. και ως ουσ.) [[ορθόδοξος]] στην [[πίστη]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνήσιος]], [[πραγματικός]], [[αληθινός]] («ὀρθὴ [[μανία]]», Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[μεγαλόφρων]] («σμικροὶ δὲ καὶ οὐκ ὀρθοὶ τὰς ψυχάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανήσυχος]], [[ανάστατος]], [[ταραγμένος]] για [[κάτι]] («ὀρθὴ ἦν ἡ [[πόλις]] ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσιν», Λυκούργ.)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀρθή</i><br />(ενν. [[πτώσις]]) η ονομαστική<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀρθόν</i><br />η [[δικαιοσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀρθᾷ χερί» — [[κατευθείαν]], [[αμέσως]]<br />β) «ὀρθὸν οὖς [[ἵστημι]]» — [[ακούω]] με [[προσοχή]]<br />γ) «κατ' ὀρθόν» — [[ορθώς]]<br />δ) «ε(ἰ)ς ὀρθόν» — στην καλή [[κατεύθυνση]], στον καλό τον δρόμο<br />ε) «ὀρθὸς [[τόνος]]» — [[πλήρης]] [[τόνος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον τόνο τών εγκλιτικών<br />στ) «ὀρθὰ ρήματα» — τα ενεργητικά ρήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ορθώς]] και [[ορθά]] (ΑΜ ὀρθῶς)<br /><b>1.</b> σε ορθή [[στάση]], όρθια («τοῑς δ' ἀνθρώποις οὐ ῥᾳδιον ὀρθῶς ἑστῶσι διαμένειν, ἀλλὰ δεῑται τὸ [[σῶμα]] ἀναπαύσεως καὶ καθέδρας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> όπως [[πρέπει]], σωστά (α. «δεν απάντησε [[ορθά]] στις περισσότερες ερωτήσεις» β. «ὀρθῶς ἔλεξας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράγματι]], όντως, αληθινά («τοὺς ὀρθῶς φιλομαθεῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> δίκαια («ὀρθῶς τε ἐτιμωρησάμεθα κατὰ τὸν πᾱσι νόμον», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὀρθός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>FορθFός</i>) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>werdh</i>- / <i>wredh</i>- «[[μεγαλώνω]], [[ανεβαίνω]], [[ψηλός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ū</i><i>rdhva</i>- «[[ίσιος]], [[ψηλός]]»). Την ύπαρξη αρκτικού -<i>F</i>- στην ελλ. λ. επιβεβαιώνουν το αργειακό ανθρωπωνύμιο <i>Fορθαγόρας</i>, <i>τα</i> λακων. <i>Fορθασία</i>, <i>Fορθεία</i> (<b>βλ. λ.</b> [[Ορθεία]]) και η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[βορσόν]]<br /><i>σταυρόν</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθ., το επίθ. [[ορθός]] δεν εμφανίζει αρκτικό -<i>F</i>- και συνδέεται με το ρ. [[ὄρνυμι]] «[[κινώ]], [[σηκώνω]]». Αυτή η [[άποψη]] στηρίζεται στην [[απουσία]] -<i>F</i>- στο μυκηναϊκό <i>otwoweo</i>, αν υποτεθεί ότι ο τ. αυτός αντιστοιχεί με <i>ὀρθF</i>-<i>ώFεος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ους</i>). Ωστόσο, η [[απουσία]] -<i>F</i>- θα μπορούσε να οφείλεται και σε ανομοιωτική [[αποβολή]]. Η [[οικογένεια]] του επιθ. [[ὀρθός]] από την αρχική σημ. «[[ίσιος]], [[κάθετος]]» διευρύνθηκε μεθομηρικά και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις περισσότερο αφηρημένες ηθικές έννοιες «[[σωστός]], [[τίμιος]], [[αληθής]], [[δίκαιος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>όρθιος</i>, [[ορθότητα]](-<i>της</i>), [[ορθώνω]](-<i>ώ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ορθάδιος]], [[ορθεύω]], [[ορθηλός]], [[ορθηρός]], [[ορθοσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ορθίς]], [[ορθίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για σύνθ. με Α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>ορθ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>άνορθος</i>, [[έξορθος]], [[κάτορθος]], [[πάρορθος]], <i>ύπορθος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολόρθος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |