Anonymous

ῥάβδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥάβδος]], ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και [[λεπτό]] [[τεμάχιο]] ξύλου ή ξύλινο [[στέλεχος]] το οποίο κρατείται από το [[χέρι]] [[είτε]] για [[στήριξη]] του σώματος [[κατά]] το [[βάδισμα]] [[είτε]] ως [[πρόχειρο]] όπλο άμυνας ή επίθεσης, [[βακτηρία]], [[μπαστούνι]], [[μαγκούρα]] («ταχὺ πηδῶ τῆς κλίνης μου, [[λαμβάνω]] τὸ ραβδίν μου, / κρατῶν τὴν ράβδον ἐν χερσίν, ἔτρεχον πρὸς ἐκεῑνον», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>2.</b> [[σύμβολο]] εξουσίας, ανώτατου αξιώματος ή και ιδιότητας (α. «[[ράβδος]] ποιμαντική [ή ποιμαντορική]» — [[ράβδος]] από χρυσό και άργυρο ή από πολύτιμο [[ξύλο]], [[σύμβολο]] της αρχιερατικής εξουσίας<br />β. «στραταρχική [[ράβδος]]» — μικρό διακοσμημένο [[στέλεχος]], διακριτικό του αξιώμαστος του στρατάρχη<br />γ. «ρυθμική [[ράβδος]]» — η [[μπαγκέτα]] διευθυντή ορχήστρας<br />δ. «μαγική [[ράβδος]]» — η [[ράβδος]] του ταχυδακτυλουργού)<br /><b>3.</b> όργανο τιμωρίας, σωφρονισμού ή και η [[ίδια]] η [[άσκηση]] σωματικής βίας (α. «[[ράβδος]] αστυνομική» — το [[κλομπ]]<br />β. «αγία [[ράβδος]]» — το [[ξυλοκόπημα]]<br />γ. «το [[επιχείρημα]] της ράβδου» — το [[επιχείρημα]] του ισχυρότερου, του πιο δυνατού που εξαναγκάζει τον αδύνατο να υποχωρήσει ή και να συμβιβαστεί [[χωρίς]] τη θέλησή του<br />δ. «πρὶν ἐπιδεῑν Μηδικαῑς ῥάβδοις ξαινομένους [[Μακεδόνας]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[αντικείμενο]] το οποίο έχει [[σχήμα]] ράβδου («σιδηροδρομικές ράβδοι» — οι ράγες τών σιδηροτροχιών)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ράβδος]] ασφαλείας»<br /><b>φυσ.</b> μεταλλική [[ράβδος]] που περιέχει υλικό το οποίο απορροφά τα νετρόνια και η οποία σε [[περίπτωση]] κινδύνου μπορεί να εισαχθεί ταχύτατα στον πυρηνικό αντιδραστήρα και να διακόψει τη [[λειτουργία]] του<br />β) «ράβδοι ελέγχου» — μεταλλικές ράβδοι, [[κάποτε]] και πλάκες ή σωλήνες, από υλικό με [[μεγάλη]] ενεργό [[διατομή]] απορρόφησης νετρονίων που χρησιμοποιούνται στους αντιδραστήρες για τη [[ρύθμιση]] της αντίδρασης<br />γ) «[[ράβδος]] ζεύξης»<br /><b>(αυτοκιν.)</b> [[εξάρτημα]] του συστήματος διεύθυνσης το οποίο χρησιμεύει για τη [[σύνδεση]] τών δύο βραχιόνων διευθύνσεως οι οποίοι [[είναι]] στερεωμένοι στους διευθυντήριους τροχούς του οχήματος, αλλ. [[μεγάλη]] [[μπάρα]]<br />δ) «[[ράβδος]] του Ιακώβ» — γωνιομετρικό όργανο το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους ναυτικούς από τις αρχές του 16ου αιώνα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όπου δεν πίπτει ([[δηλαδή]] δεν ισχύει) ο [[λόγος]], πίπτει η [[ράβδος]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι μερικές φορές οι ανυπάκουοι [[πρέπει]] να τιμωρούνται με σωματικές ποινές<br />β) «[[ράβδος]] εν [[γωνία]], άρα βρέχει» — λέγεται για να δηλώσει παράλογους συλλογισμούς ή ασυναρτησίες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ραβδί]] του ποιμένα<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) <b>εκκλ.</b> [[σύμβολο]] της εξουσίας του Χριστού ως υποστηρικτή τών αδυνάτων και προστάτη της δικαιοσύνης και [[ιδίως]] ως ποιμένα, οδηγό τών λαών της οικουμένης («ποίμαινε λαόν σου ἐν ῥάβδῳ σου», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μαγικό [[ραβδί]] του Ερμού, της Κίρκης και της Αθηνάς, [[καθώς]] και του Άδη, με την οποία αυτός κυβερνούσε τις σκιές τών [[νεκρών]]<br /><b>2.</b> [[ραβδί]] με μαντικές ιδιότητες<br /><b>3.</b> [[καλάμι]] κατάλληλο για [[ψάρεμα]], [[καλάμι]] αλιευτικό<br /><b>4.</b> μικρό [[κλαδί]] αλειμμένο με ιξό για το [[κυνήγι]] μικρών πτηνών, [[ξόβεργα]]<br /><b>5.</b> ο [[κοντός]], το [[κοντάρι]] του δόρατος<br /><b>6.</b> η [[ράβδος]] τών ραψωδών<br /><b>7.</b> [[ταινία]] ή, κατ' άλλους, ξύλινο ή μετάλλινο [[καρφί]] ή, κατ' άλλους, [[ραφή]] («ἔντοσθεν δὲ βοείας ῥάψε θαμειὰς χρυσείης ῥάβδοισι, διηνεκέσιν περὶ κύκλου» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> [[νεαρός]], [[τρυφερός]] [[βλαστός]] μερικών δέντρων<br /><b>9.</b> [[γραμμή]], [[ταινία]] ή [[ράβδωση]] στο [[δέρμα]] ζώων, στο [[δέρμα]] ψαριών και σε [[μερικά]] υφάσματα<br /><b>10.</b> [[ράβδωση]] κίονα<br /><b>11.</b> (για [[ορυκτό]]) [[φλέβα]] («[[ὥσπερ]] γὰρ ἐν τοῑς μετάλλοις ῥάβδους», Θεόφρ.)<br /><b>12.</b> [[λωρίδα]] φωτός οφειλόμενη στην [[ανάκλαση]] τών ακτινών του Ηλίου<br /><b>13.</b> (για σταυρό) [[δοκός]], [[μαδέρι]]<br /><b>14.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[σειρά]], [[στίχος]]<br />β) [[είδος]] κριτικού σημείου σε [[χειρόγραφο]] αρχαίου κειμένου παρεμφερούς [[προς]] τον οβελό<br /><b>15.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ῥάβδοι</i><br />[[δέσμη]] ράβδων την οποία κρατούσαν οι Ρωμαίοι ραβδούχοι<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ ῥάβδον ἐπέων» — σύμφωνα με το [[μέτρο]] τών ποιημάτων (ενν. του <i>Ομήρου</i>)<br />β) «[[ῥάβδος]] κληρονομιάς» — η [[ράβδος]] ως [[μέτρο]] εκτάσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ῥάβ</i>-<i>δος</i> ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>wrb</i>- «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]», με [[επίθημα]] -<i>δος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κέλαδος]], [[κλάδος]]) και συνδέεται με ta: λιθουαν. <i>virbas</i> «[[κλάδος]], [[βέργα]]», ρωσ. <i>verba</i> «[[λυγαριά]]» και το λατ. <i>verbera</i> «[[ράβδος]], [[χτύπημα]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] εξάλλου ανάγονται πιθανότατα και οι λ. [[ῥάμνος]] «[[είδος]] φυτού» και [[ῥαπίς]]. Η τελευταία [[άποψη]] [[μάλιστα]] οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η λ. [[ῥάβδος]] αποτελεί θεματική [[μορφή]] του τ. [[ῥαπίς]] που σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από το συνθ. <i>ραβδο</i>-[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ραπιδο</i>-[[φόρος]] με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i>-)].
|mltxt=η / [[ῥάβδος]], ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και [[λεπτό]] [[τεμάχιο]] ξύλου ή ξύλινο [[στέλεχος]] το οποίο κρατείται από το [[χέρι]] [[είτε]] για [[στήριξη]] του σώματος [[κατά]] το [[βάδισμα]] [[είτε]] ως [[πρόχειρο]] όπλο άμυνας ή επίθεσης, [[βακτηρία]], [[μπαστούνι]], [[μαγκούρα]] («ταχὺ πηδῶ τῆς κλίνης μου, [[λαμβάνω]] τὸ ραβδίν μου, / κρατῶν τὴν ράβδον ἐν χερσίν, ἔτρεχον πρὸς ἐκεῑνον», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>2.</b> [[σύμβολο]] εξουσίας, ανώτατου αξιώματος ή και ιδιότητας (α. «[[ράβδος]] ποιμαντική [ή ποιμαντορική]» — [[ράβδος]] από χρυσό και άργυρο ή από πολύτιμο [[ξύλο]], [[σύμβολο]] της αρχιερατικής εξουσίας<br />β. «στραταρχική [[ράβδος]]» — μικρό διακοσμημένο [[στέλεχος]], διακριτικό του αξιώμαστος του στρατάρχη<br />γ. «ρυθμική [[ράβδος]]» — η [[μπαγκέτα]] διευθυντή ορχήστρας<br />δ. «μαγική [[ράβδος]]» — η [[ράβδος]] του ταχυδακτυλουργού)<br /><b>3.</b> όργανο τιμωρίας, σωφρονισμού ή και η [[ίδια]] η [[άσκηση]] σωματικής βίας (α. «[[ράβδος]] αστυνομική» — το [[κλομπ]]<br />β. «αγία [[ράβδος]]» — το [[ξυλοκόπημα]]<br />γ. «το [[επιχείρημα]] της ράβδου» — το [[επιχείρημα]] του ισχυρότερου, του πιο δυνατού που εξαναγκάζει τον αδύνατο να υποχωρήσει ή και να συμβιβαστεί [[χωρίς]] τη θέλησή του<br />δ. «πρὶν ἐπιδεῑν Μηδικαῑς ῥάβδοις ξαινομένους [[Μακεδόνας]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[αντικείμενο]] το οποίο έχει [[σχήμα]] ράβδου («σιδηροδρομικές ράβδοι» — οι ράγες τών σιδηροτροχιών)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ράβδος]] ασφαλείας»<br /><b>φυσ.</b> μεταλλική [[ράβδος]] που περιέχει υλικό το οποίο απορροφά τα νετρόνια και η οποία σε [[περίπτωση]] κινδύνου μπορεί να εισαχθεί ταχύτατα στον πυρηνικό αντιδραστήρα και να διακόψει τη [[λειτουργία]] του<br />β) «ράβδοι ελέγχου» — μεταλλικές ράβδοι, [[κάποτε]] και πλάκες ή σωλήνες, από υλικό με [[μεγάλη]] ενεργό [[διατομή]] απορρόφησης νετρονίων που χρησιμοποιούνται στους αντιδραστήρες για τη [[ρύθμιση]] της αντίδρασης<br />γ) «[[ράβδος]] ζεύξης»<br /><b>(αυτοκιν.)</b> [[εξάρτημα]] του συστήματος διεύθυνσης το οποίο χρησιμεύει για τη [[σύνδεση]] τών δύο βραχιόνων διευθύνσεως οι οποίοι [[είναι]] στερεωμένοι στους διευθυντήριους τροχούς του οχήματος, αλλ. [[μεγάλη]] [[μπάρα]]<br />δ) «[[ράβδος]] του Ιακώβ» — γωνιομετρικό όργανο το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους ναυτικούς από τις αρχές του 16ου αιώνα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όπου δεν πίπτει ([[δηλαδή]] δεν ισχύει) ο [[λόγος]], πίπτει η [[ράβδος]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι μερικές φορές οι ανυπάκουοι [[πρέπει]] να τιμωρούνται με σωματικές ποινές<br />β) «[[ράβδος]] εν [[γωνία]], άρα βρέχει» — λέγεται για να δηλώσει παράλογους συλλογισμούς ή ασυναρτησίες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ραβδί]] του ποιμένα<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) <b>εκκλ.</b> [[σύμβολο]] της εξουσίας του Χριστού ως υποστηρικτή τών αδυνάτων και προστάτη της δικαιοσύνης και [[ιδίως]] ως ποιμένα, οδηγό τών λαών της οικουμένης («ποίμαινε λαόν σου ἐν ῥάβδῳ σου», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μαγικό [[ραβδί]] του Ερμού, της Κίρκης και της Αθηνάς, [[καθώς]] και του Άδη, με την οποία αυτός κυβερνούσε τις σκιές τών [[νεκρών]]<br /><b>2.</b> [[ραβδί]] με μαντικές ιδιότητες<br /><b>3.</b> [[καλάμι]] κατάλληλο για [[ψάρεμα]], [[καλάμι]] αλιευτικό<br /><b>4.</b> μικρό [[κλαδί]] αλειμμένο με ιξό για το [[κυνήγι]] μικρών πτηνών, [[ξόβεργα]]<br /><b>5.</b> ο [[κοντός]], το [[κοντάρι]] του δόρατος<br /><b>6.</b> η [[ράβδος]] τών ραψωδών<br /><b>7.</b> [[ταινία]] ή, κατ' άλλους, ξύλινο ή μετάλλινο [[καρφί]] ή, κατ' άλλους, [[ραφή]] («ἔντοσθεν δὲ βοείας ῥάψε θαμειὰς χρυσείης ῥάβδοισι, διηνεκέσιν περὶ κύκλου» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> [[νεαρός]], [[τρυφερός]] [[βλαστός]] μερικών δέντρων<br /><b>9.</b> [[γραμμή]], [[ταινία]] ή [[ράβδωση]] στο [[δέρμα]] ζώων, στο [[δέρμα]] ψαριών και σε [[μερικά]] υφάσματα<br /><b>10.</b> [[ράβδωση]] κίονα<br /><b>11.</b> (για [[ορυκτό]]) [[φλέβα]] («[[ὥσπερ]] γὰρ ἐν τοῖς μετάλλοις ῥάβδους», Θεόφρ.)<br /><b>12.</b> [[λωρίδα]] φωτός οφειλόμενη στην [[ανάκλαση]] τών ακτινών του Ηλίου<br /><b>13.</b> (για σταυρό) [[δοκός]], [[μαδέρι]]<br /><b>14.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[σειρά]], [[στίχος]]<br />β) [[είδος]] κριτικού σημείου σε [[χειρόγραφο]] αρχαίου κειμένου παρεμφερούς [[προς]] τον οβελό<br /><b>15.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ῥάβδοι</i><br />[[δέσμη]] ράβδων την οποία κρατούσαν οι Ρωμαίοι ραβδούχοι<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ ῥάβδον ἐπέων» — σύμφωνα με το [[μέτρο]] τών ποιημάτων (ενν. του <i>Ομήρου</i>)<br />β) «[[ῥάβδος]] κληρονομιάς» — η [[ράβδος]] ως [[μέτρο]] εκτάσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ῥάβ</i>-<i>δος</i> ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>wrb</i>- «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]», με [[επίθημα]] -<i>δος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κέλαδος]], [[κλάδος]]) και συνδέεται με ta: λιθουαν. <i>virbas</i> «[[κλάδος]], [[βέργα]]», ρωσ. <i>verba</i> «[[λυγαριά]]» και το λατ. <i>verbera</i> «[[ράβδος]], [[χτύπημα]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] εξάλλου ανάγονται πιθανότατα και οι λ. [[ῥάμνος]] «[[είδος]] φυτού» και [[ῥαπίς]]. Η τελευταία [[άποψη]] [[μάλιστα]] οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η λ. [[ῥάβδος]] αποτελεί θεματική [[μορφή]] του τ. [[ῥαπίς]] που σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από το συνθ. <i>ραβδο</i>-[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ραπιδο</i>-[[φόρος]] με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i>-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm