Anonymous

Σιληνός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[Σειληνός]], ο, ΝΑ<br />[[πιστός]] [[σύντροφος]] του Διονύσου, [[πατέρας]] τών Σατύρων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως προοηγ.</b>) <i>σ</i>(<i>ε</i>)<i>ιληνός</i><br />[[ομοίωμα]] του Σιληνού που χρησίμευε ως [[θήκη]] πολύτιμων αγαλμάτων («ὁμοιότατον αὐτὸν [[εἶναι]] τοῑς σειληνοῑς τούτοις τοῑς ἐν τοῑς ἑρμογλυφείοις καθημένοις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και το σημασιολογικά συγγενές <i>σάτυρος</i>. Κατά μια [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τους θρακ. τ. [[ζίλαι]], <i>ζειλα</i>, [[ζελάς]], <i>ζήλας</i> «[[κρασί]]». Κατ' άλλους, υπήρξε πιθ. θρακ. τ. <i>ΣιλFᾶνος</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>Silv</i><i>ā</i><i>nus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>silva</i> «[[δάσος]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[τέλος]], η λ., με σημ. «[[τριχωτός]]», πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>σιλός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σίλλος]], <b>πρβλ.</b> [[σιλλέα]] «[[τρίχωμα]]», [[ἀνάσιλλος]] «[[κόμμωση]] Σατύρων»)].
|mltxt=και [[Σειληνός]], ο, ΝΑ<br />[[πιστός]] [[σύντροφος]] του Διονύσου, [[πατέρας]] τών Σατύρων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως προοηγ.</b>) <i>σ</i>(<i>ε</i>)<i>ιληνός</i><br />[[ομοίωμα]] του Σιληνού που χρησίμευε ως [[θήκη]] πολύτιμων αγαλμάτων («ὁμοιότατον αὐτὸν [[εἶναι]] τοῖς σειληνοῑς τούτοις τοῖς ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και το σημασιολογικά συγγενές <i>σάτυρος</i>. Κατά μια [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τους θρακ. τ. [[ζίλαι]], <i>ζειλα</i>, [[ζελάς]], <i>ζήλας</i> «[[κρασί]]». Κατ' άλλους, υπήρξε πιθ. θρακ. τ. <i>ΣιλFᾶνος</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>Silv</i><i>ā</i><i>nus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>silva</i> «[[δάσος]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[τέλος]], η λ., με σημ. «[[τριχωτός]]», πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>σιλός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σίλλος]], <b>πρβλ.</b> [[σιλλέα]] «[[τρίχωμα]]», [[ἀνάσιλλος]] «[[κόμμωση]] Σατύρων»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm