Anonymous

στασιάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[στάσις]]<br /><b>(αμτβ.)</b> εξεγείρομαι, [[επαναστατώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερίζω]], [[φιλονικώ]] («ὃς βασιλεύσας [[πρῶτα]] τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) [[διχογνωμώ]], συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες («διὰ τὸ τὰ ἐν τῇ Ῥώμη στασιάζεσθαι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] [[φατρία]] ή [[πολιτική]] [[παράταξη]] με σκοπό την [[κατάληψη]] της εξουσίας (α. «εἰ στασιάζουσι περὶ τῆς ἡγεμονίης», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πρὸς τοὺς τυράννους [[ὑπὲρ]] τοῡ δήμου στασιάζειν», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ασυμφωνίας («[[εἴπερ]] στασιάζουσι περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[ξεσηκώνω]] σε [[στάση]], [[κηρύσσω]] [[ανταρσία]], [[προκαλώ]] [[αναταραχή]] («τὴν μὲν πόλιν στασιάσαι, τοὺς δὲ λέγοντας [[ταχέως]] πλουτῆσαι», Λυσ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[στασιάζω]] τινὶ [[μετά]] τινος» και «[[στασιάζω]] [[κατά]] τινα [[περί]] τινος» — [[συμπαρατάσσομαι]] με κάποιον [[εναντίον]] κάποιου άλλου.
|mltxt=ΝΜΑ [[στάσις]]<br /><b>(αμτβ.)</b> εξεγείρομαι, [[επαναστατώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερίζω]], [[φιλονικώ]] («ὃς βασιλεύσας [[πρῶτα]] τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) [[διχογνωμώ]], συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες («διὰ τὸ τὰ ἐν τῇ Ῥώμη στασιάζεσθαι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] [[φατρία]] ή [[πολιτική]] [[παράταξη]] με σκοπό την [[κατάληψη]] της εξουσίας (α. «εἰ στασιάζουσι περὶ τῆς ἡγεμονίης», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πρὸς τοὺς τυράννους [[ὑπὲρ]] τοῦ δήμου στασιάζειν», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ασυμφωνίας («[[εἴπερ]] στασιάζουσι περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[ξεσηκώνω]] σε [[στάση]], [[κηρύσσω]] [[ανταρσία]], [[προκαλώ]] [[αναταραχή]] («τὴν μὲν πόλιν στασιάσαι, τοὺς δὲ λέγοντας [[ταχέως]] πλουτῆσαι», Λυσ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[στασιάζω]] τινὶ [[μετά]] τινος» και «[[στασιάζω]] [[κατά]] τινα [[περί]] τινος» — [[συμπαρατάσσομαι]] με κάποιον [[εναντίον]] κάποιου άλλου.
}}
}}
{{lsm
{{lsm