Anonymous

χρωματίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[χρῶμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[προσδίδω]] [[χρώμα]] σε [[κάτι]], [[βάφω]] (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «[[ὁπηνίκα]] τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῡ ὀφθαλμοῡ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω.<br />γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο ή [[μελωδία]]) i) [[προσδίδω]] ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερη [[έκφραση]]- ii) [[διανθίζω]]<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] τα χαρακτηριστικά προσώπου, ενέργειας ή κατάστασης με [[ζωηρότητα]] («χρωμάτισε την οικονομική ύφεση με τα μελανότερα χρώματα»)<br /><b>3.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ορισμένη [[πολιτική]] ή κοινωνική [[ιδεολογία]] («είχε χρωματιστεί ως [[αντιδραστικός]]»).
|mltxt=ΝΜΑ [[χρῶμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[προσδίδω]] [[χρώμα]] σε [[κάτι]], [[βάφω]] (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «[[ὁπηνίκα]] τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῦ ὀφθαλμοῡ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω.<br />γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο ή [[μελωδία]]) i) [[προσδίδω]] ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερη [[έκφραση]]- ii) [[διανθίζω]]<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] τα χαρακτηριστικά προσώπου, ενέργειας ή κατάστασης με [[ζωηρότητα]] («χρωμάτισε την οικονομική ύφεση με τα μελανότερα χρώματα»)<br /><b>3.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ορισμένη [[πολιτική]] ή κοινωνική [[ιδεολογία]] («είχε χρωματιστεί ως [[αντιδραστικός]]»).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χρωμᾰτίζω:''' окрашивать (τι Arst.): χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χρόας Arst. принимать всевозможные цвета.
|elrutext='''χρωμᾰτίζω:''' окрашивать (τι Arst.): χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χρόας Arst. принимать всевозможные цвета.
}}
}}