Anonymous

τύμπανο: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
(42)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[τύμπανον]], ΝΜΑ, και [[τούμπανο]] Ν, και ποιητ. τ. [[τύπανον]] Α<br />(στην [[αρχαιότητα]] σε [[χρήση]] [[κυρίως]] [[κατά]] τη [[λατρεία]] της Κυβέλης και του Βάκχου)<br /><b>1.</b> [[είδος]] κρουστού μουσικού οργάνου που αποτελείται από ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό [[κιβώτιο]] το οποίο έχει στη μία ή και στις δύο πλευρές του καλά τεντωμένο [[δέρμα]] και το οποίο, όταν κρούεται με [[πλήκτρο]] ή με το [[χέρι]], παράγει [[βαρύ]] ήχο, το [[ταμπούρλο]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] όμοιο ως [[προς]] το [[σχήμα]] με το [[παραπάνω]] όργανο, όπως: α) τριγωνική [[επιφάνεια]] αετώματος με επιγραφές ή ανάγλυφα<br />β) <b>συνεκδ.</b> το [[αέτωμα]]<br />γ) τετράγωνη [[σανίδα]] πόρτας ή θυροφύλλου τοποθετημένη [[μέσα]] σε [[πλαίσιο]], κν. [[σήμερα]] [[ταμπλάς]]<br /><b>3.</b> [[ολόσωμος]] [[τροχός]] άμαξας αποτελούμενος από ένα κυλινδρικό [[τμήμα]] κορμού δέντρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αρχιτ.</b> α) [[τοίχος]] κυκλικής, ελλειπτικής ή πολυγωνικής κάτοψης [[πάνω]] στον οποίο εδράζεται [[θόλος]]<br />β) (ειδικά) το [[στήριγμα]] του τρούλλου στους βυζαντινούς ναούς, που έχει τη [[μορφή]] κυλίνδρου εσωτερικά, ενώ εξωτερικά [[είναι]], [[συνήθως]], πολυγωνικό<br />γ) [[επίπεδος]] ή [[ελαφρά]] [[καμπύλος]] [[πίνακας]] στο εσωτερικό έκγλυφου κύκλου ή έκγλυφης κορωνίδας σε έπιπλα κ.ά. κατασκευές, κν. [[καθρέφτης]]<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[κάθε]] κυλινδρικό [[σώμα]] το οποίο μπορεί να χρησιμεύει ως [[βάση]] υποδοχής, ως [[σύνδεσμος]] ή ως ενδεικτικό όργανο<br /><b>3.</b> <b>(μηχανολ.)</b> α) το κυλινδρικό [[σώμα]] του εμβόλου ατμομηχανής το οποίο κινείται παλινδρομικά [[μέσα]] στον κύλινδρό της<br />β) [[υδραυλική]] [[συσκευή]] αποτελούμενη από [[κοίλο]] τροχό που φέρει διαφράγματα και χρησιμοποιείται για την [[ανύψωση]] του νερού [[μέχρι]] τον άξονά του<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> το [[εργατόκρανο]]<br /><b>5.</b> <b>(τυπογρ.)</b> περιστρεφόμενος [[κεντρικός]] [[κύλινδρος]] του πιεστηρίου με τον οποίο συμπιέζεται [[πάνω]] στην τυπογραφική [[πλάκα]] το [[χαρτί]] που εκτυπώνεται, κν. [[καζάνι]]<br /><b>6.</b> <b>(υφαντ.)</b> [[μεγάλος]] [[κύλινδρος]] λαναριστικής ή κλωστικής μηχανής στον οποίο περιελίσσεται, αντίστοιχα, το λαναρισμένο [[προϊόν]] ή το [[νήμα]]<br /><b>7.</b> <b>μουσ.</b> μεσαιωνικό βυζαντινό έγχορδο όργανο με [[ηχείο]] σε [[σχήμα]] τραπεζίου, το οποίο παιζόταν με [[κρούση]] πλήκτρων σαν το [[σαντούρι]]<br /><b>8.</b> <b>ανατ.</b> λεπτή, [[διαφανής]] και τεντωμένη μεμβράνη που μοιάζει με κυκλικό [[διάφραγμα]] και διαχωρίζει τον έξω [[ακουστικό]] πόρο από την [[κοιλότητα]] του μέσου αφτιού, αλλ. [[τυμπανικός]] [[υμένας]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «βασκικό [[τύμπανο]]»<br /><b>μουσ.</b> το [[ντέφι]]<br />β) «[[τύμπανο]] ορχήστρας»<br /><b>μουσ.</b> [[είδος]] ορχηστρικού τυμπάνου που, [[αντί]] για [[στεφάνη]], έχει ημισφαιρικό λέβητα από χαλκό, αλλ. [[τυμπάνιο]]<br />γ) «μαγνητικό [[τύμπανο]]»<br /><b>(πληροφ.)</b> [[συσκευή]] μνήμης υπολογιστή αποτελούμενη από μεταλλικό κύλινδρο του οποίου η [[επιφάνεια]] καλύπτεται από [[στρώμα]] ευαίσθητου υλικού που επιτρέπει τη μαγνητική [[εγγραφή]] πληροφοριών<br />δ) «μετρητικό [[τύμπανο]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[κύλινδρος]] [[μεγάλης]] διαμέτρου του οποίου η [[περιφέρεια]] [[είναι]] βαθμονομημένη και επιτρέπει τη [[μέτρηση]] περιστροφών ή άλλου, ανηγμένου σε περιστροφές, μεγέθους με άμεση [[ανάγνωση]]<br />ε) «[[τύμπανο]] πέδης»<br /><b>τεχνολ.</b> κυκλικό [[εξάρτημα]] στερεωμένο στην [[πλήμνη]] τροχού ή σε άτρακτο, [[πάνω]] στο οποίο πιέζονται σιαγόνες επενδεδυμένες με υλικό υψηλού συντελεστή τριβής για την [[επίτευξη]] της πέδησης<br />στ) «[[τύμπανο]] περιελίξεως»<br /><b>τεχνολ.</b> [[εξάρτημα]] βαρούλκου, [[πάνω]] στο οποίο περιελίσσεται στρογγυλό [[συρματόσχοινο]] ή [[σχοινί]] ή [[αλυσίδα]] [[έτσι]] ώστε με [[περιστροφή]] του να ασκείται [[έλξη]]<br />ζ) «[[κοιλότητα]] του τυμπάνου»<br /><b>ανατ.</b> η [[κοιλότητα]] του μέσου αφτιού<br />η) «[[χορδή]] του τυμπάνου»<br /><b>ανατ.</b> [[κλάδος]] του προσωπικού νεύρου που παρέχει γευστικές ίνες για τη [[γλώσσα]] και παρασυμπαθητικές ίνες για τον υπογλώσσιο και υπογνάθιο αδένα<br />θ) «[[γίνομαι]] [[τύμπανο]]» — [[φουσκώνω]], πρήζομαι<br />ι) «τον έκανε [[τύμπανο]]» — τον έδειρε αλύπητα, τον ξυλοφόρτωσε άγρια<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[κόσμος]] το 'χει [[τούμπανο]] κι εμείς κρυφό [[καμάρι]]» — λέγεται σε περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες οι αξιόμεμπτες πράξεις ενός ατόμου έχουν γίνει πασίγνωστες, ενώ το στενό [[περιβάλλον]] του τίς αγνοεί και το θεωρεί άμεμπτο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων οργάνων βασανισμού ή θανάτωσης<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[ρόπαλο]] με το οποίο χτυπούσαν τους καταδικασμένους σε θάνατο<br /><b>3.</b> το [[πλήκτρο]] με το οποίο κρούεται το [[τύμπανο]]<br /><b>4.</b> (γενικά) [[ράβδος]], [[ματσούκα]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτορα) [[πομπώδης]] και κενή [[ομιλία]] που συνοδεύεται με βίαιες χειρονομίες<br /><b>6.</b> (μόνον στον τ. [[τύπανον]]) α) όστρακο<br />β) [[ονομασία]] οδού<br />γ) <b>φρ.</b> «ὁ ἀπὸ τοῡ τυπάνου» — [[παρωνύμιο]] κάποιου με το όνομα Λυσίμαχος, ο [[οποίος]] κατόρθωσε την τελευταία [[στιγμή]] να διαφύγει τη θανατική [[εκτέλεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την νεώτερη [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. σημητικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> αραμ. <i>tuppa</i>, εβρ. <i>top</i>), η οποία έλαβε στην Ελληνική την κατάλ. -<i>ανον</i>, δηλωτική οργάνου (<b>πρβλ.</b> <i>ὄργ</i>-<i>ανον</i>, <i>τρύπ</i>-<i>ανον</i>) και συνδέθηκε παρετυμολογικώς με το ρ. [[τύπτω]]. Αντίθετα, στην [[αρχαιότητα]] η λ. [[τύμπανον]] / [[τύπανον]] είχε θεωρηθεί παρ. του ρ. [[τύπτω]] σχηματισμένο με κατάλ. -<i>ανον</i> και με έρρινο [[ένθημα]] -<i>μ</i>-, το οποίο ερμηνευόταν [[είτε]] ως υστερογενές [[είτε]] ως [[στοιχείο]] ινδοευρωπαϊκής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pra</i>-<i>stu</i>-<i>m</i>-<i>pati</i> «[[σπρώχνω]] με τα κέρατα» <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] [[s]]<i>teup</i>- τoύ [[τύπτω]]). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tympanum</i>) και στη [[συνέχεια]] η Γαλλική (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tympan</i>), όπου χρησιμοποιήθηκε ως όρος της ανατομίας και με τη σημ. αυτή εισήχθη στην Ελληνική ως αντιδάνεια. Στη Νέα Ελληνική, [[τέλος]], απαντά και ο τ. [[τούμπανο]], στον οποίο το -<i>υ</i>- διατήρησε την αρχ. [[προφορά]] ως /<i>u</i>/ (<b>πρβλ.</b> [[ξουράφι]] <span style="color: red;"><</span> [[ξυράφι]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τυμπανίας]], [[τυμπανίζω]], [[τυμπανικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τυμπανάριος]], [[τυμπανεύς]], [[τυμπάνιον]], [[τυμπανίτης]], [[τυμπανόεις]], [[τυμπανώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τυμπανούμαι]]<br />(μσν. [[τυμπανάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τυμπανιαίος]], [[τυμπανίτιδα]], [[τυμπάνωση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[τυμπανοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τυμπανόδουπος]], [[τυμπανοτερπής]], [[τυμπανοτρίβης]], [[τυμπανοφορούμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τυμπανόκρουστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τυμπανοκρούστης]], [[τυμπανομετρία]], [[τυμπανοπλαστική]], <i>τυμπανοπληκτροδακτυλία</i>, [[τυμπανοσκλήρυνση]]. (Β' συνθετικό) [[χαλκοτύμπανος]]/-<i>ο</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>φρεατοτύμπανος</i>].
|mltxt=το / [[τύμπανον]], ΝΜΑ, και [[τούμπανο]] Ν, και ποιητ. τ. [[τύπανον]] Α<br />(στην [[αρχαιότητα]] σε [[χρήση]] [[κυρίως]] [[κατά]] τη [[λατρεία]] της Κυβέλης και του Βάκχου)<br /><b>1.</b> [[είδος]] κρουστού μουσικού οργάνου που αποτελείται από ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό [[κιβώτιο]] το οποίο έχει στη μία ή και στις δύο πλευρές του καλά τεντωμένο [[δέρμα]] και το οποίο, όταν κρούεται με [[πλήκτρο]] ή με το [[χέρι]], παράγει [[βαρύ]] ήχο, το [[ταμπούρλο]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] όμοιο ως [[προς]] το [[σχήμα]] με το [[παραπάνω]] όργανο, όπως: α) τριγωνική [[επιφάνεια]] αετώματος με επιγραφές ή ανάγλυφα<br />β) <b>συνεκδ.</b> το [[αέτωμα]]<br />γ) τετράγωνη [[σανίδα]] πόρτας ή θυροφύλλου τοποθετημένη [[μέσα]] σε [[πλαίσιο]], κν. [[σήμερα]] [[ταμπλάς]]<br /><b>3.</b> [[ολόσωμος]] [[τροχός]] άμαξας αποτελούμενος από ένα κυλινδρικό [[τμήμα]] κορμού δέντρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αρχιτ.</b> α) [[τοίχος]] κυκλικής, ελλειπτικής ή πολυγωνικής κάτοψης [[πάνω]] στον οποίο εδράζεται [[θόλος]]<br />β) (ειδικά) το [[στήριγμα]] του τρούλλου στους βυζαντινούς ναούς, που έχει τη [[μορφή]] κυλίνδρου εσωτερικά, ενώ εξωτερικά [[είναι]], [[συνήθως]], πολυγωνικό<br />γ) [[επίπεδος]] ή [[ελαφρά]] [[καμπύλος]] [[πίνακας]] στο εσωτερικό έκγλυφου κύκλου ή έκγλυφης κορωνίδας σε έπιπλα κ.ά. κατασκευές, κν. [[καθρέφτης]]<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[κάθε]] κυλινδρικό [[σώμα]] το οποίο μπορεί να χρησιμεύει ως [[βάση]] υποδοχής, ως [[σύνδεσμος]] ή ως ενδεικτικό όργανο<br /><b>3.</b> <b>(μηχανολ.)</b> α) το κυλινδρικό [[σώμα]] του εμβόλου ατμομηχανής το οποίο κινείται παλινδρομικά [[μέσα]] στον κύλινδρό της<br />β) [[υδραυλική]] [[συσκευή]] αποτελούμενη από [[κοίλο]] τροχό που φέρει διαφράγματα και χρησιμοποιείται για την [[ανύψωση]] του νερού [[μέχρι]] τον άξονά του<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> το [[εργατόκρανο]]<br /><b>5.</b> <b>(τυπογρ.)</b> περιστρεφόμενος [[κεντρικός]] [[κύλινδρος]] του πιεστηρίου με τον οποίο συμπιέζεται [[πάνω]] στην τυπογραφική [[πλάκα]] το [[χαρτί]] που εκτυπώνεται, κν. [[καζάνι]]<br /><b>6.</b> <b>(υφαντ.)</b> [[μεγάλος]] [[κύλινδρος]] λαναριστικής ή κλωστικής μηχανής στον οποίο περιελίσσεται, αντίστοιχα, το λαναρισμένο [[προϊόν]] ή το [[νήμα]]<br /><b>7.</b> <b>μουσ.</b> μεσαιωνικό βυζαντινό έγχορδο όργανο με [[ηχείο]] σε [[σχήμα]] τραπεζίου, το οποίο παιζόταν με [[κρούση]] πλήκτρων σαν το [[σαντούρι]]<br /><b>8.</b> <b>ανατ.</b> λεπτή, [[διαφανής]] και τεντωμένη μεμβράνη που μοιάζει με κυκλικό [[διάφραγμα]] και διαχωρίζει τον έξω [[ακουστικό]] πόρο από την [[κοιλότητα]] του μέσου αφτιού, αλλ. [[τυμπανικός]] [[υμένας]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «βασκικό [[τύμπανο]]»<br /><b>μουσ.</b> το [[ντέφι]]<br />β) «[[τύμπανο]] ορχήστρας»<br /><b>μουσ.</b> [[είδος]] ορχηστρικού τυμπάνου που, [[αντί]] για [[στεφάνη]], έχει ημισφαιρικό λέβητα από χαλκό, αλλ. [[τυμπάνιο]]<br />γ) «μαγνητικό [[τύμπανο]]»<br /><b>(πληροφ.)</b> [[συσκευή]] μνήμης υπολογιστή αποτελούμενη από μεταλλικό κύλινδρο του οποίου η [[επιφάνεια]] καλύπτεται από [[στρώμα]] ευαίσθητου υλικού που επιτρέπει τη μαγνητική [[εγγραφή]] πληροφοριών<br />δ) «μετρητικό [[τύμπανο]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[κύλινδρος]] [[μεγάλης]] διαμέτρου του οποίου η [[περιφέρεια]] [[είναι]] βαθμονομημένη και επιτρέπει τη [[μέτρηση]] περιστροφών ή άλλου, ανηγμένου σε περιστροφές, μεγέθους με άμεση [[ανάγνωση]]<br />ε) «[[τύμπανο]] πέδης»<br /><b>τεχνολ.</b> κυκλικό [[εξάρτημα]] στερεωμένο στην [[πλήμνη]] τροχού ή σε άτρακτο, [[πάνω]] στο οποίο πιέζονται σιαγόνες επενδεδυμένες με υλικό υψηλού συντελεστή τριβής για την [[επίτευξη]] της πέδησης<br />στ) «[[τύμπανο]] περιελίξεως»<br /><b>τεχνολ.</b> [[εξάρτημα]] βαρούλκου, [[πάνω]] στο οποίο περιελίσσεται στρογγυλό [[συρματόσχοινο]] ή [[σχοινί]] ή [[αλυσίδα]] [[έτσι]] ώστε με [[περιστροφή]] του να ασκείται [[έλξη]]<br />ζ) «[[κοιλότητα]] του τυμπάνου»<br /><b>ανατ.</b> η [[κοιλότητα]] του μέσου αφτιού<br />η) «[[χορδή]] του τυμπάνου»<br /><b>ανατ.</b> [[κλάδος]] του προσωπικού νεύρου που παρέχει γευστικές ίνες για τη [[γλώσσα]] και παρασυμπαθητικές ίνες για τον υπογλώσσιο και υπογνάθιο αδένα<br />θ) «[[γίνομαι]] [[τύμπανο]]» — [[φουσκώνω]], πρήζομαι<br />ι) «τον έκανε [[τύμπανο]]» — τον έδειρε αλύπητα, τον ξυλοφόρτωσε άγρια<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[κόσμος]] το 'χει [[τούμπανο]] κι εμείς κρυφό [[καμάρι]]» — λέγεται σε περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες οι αξιόμεμπτες πράξεις ενός ατόμου έχουν γίνει πασίγνωστες, ενώ το στενό [[περιβάλλον]] του τίς αγνοεί και το θεωρεί άμεμπτο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων οργάνων βασανισμού ή θανάτωσης<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[ρόπαλο]] με το οποίο χτυπούσαν τους καταδικασμένους σε θάνατο<br /><b>3.</b> το [[πλήκτρο]] με το οποίο κρούεται το [[τύμπανο]]<br /><b>4.</b> (γενικά) [[ράβδος]], [[ματσούκα]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτορα) [[πομπώδης]] και κενή [[ομιλία]] που συνοδεύεται με βίαιες χειρονομίες<br /><b>6.</b> (μόνον στον τ. [[τύπανον]]) α) όστρακο<br />β) [[ονομασία]] οδού<br />γ) <b>φρ.</b> «ὁ ἀπὸ τοῦ τυπάνου» — [[παρωνύμιο]] κάποιου με το όνομα Λυσίμαχος, ο [[οποίος]] κατόρθωσε την τελευταία [[στιγμή]] να διαφύγει τη θανατική [[εκτέλεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την νεώτερη [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. σημητικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> αραμ. <i>tuppa</i>, εβρ. <i>top</i>), η οποία έλαβε στην Ελληνική την κατάλ. -<i>ανον</i>, δηλωτική οργάνου (<b>πρβλ.</b> <i>ὄργ</i>-<i>ανον</i>, <i>τρύπ</i>-<i>ανον</i>) και συνδέθηκε παρετυμολογικώς με το ρ. [[τύπτω]]. Αντίθετα, στην [[αρχαιότητα]] η λ. [[τύμπανον]] / [[τύπανον]] είχε θεωρηθεί παρ. του ρ. [[τύπτω]] σχηματισμένο με κατάλ. -<i>ανον</i> και με έρρινο [[ένθημα]] -<i>μ</i>-, το οποίο ερμηνευόταν [[είτε]] ως υστερογενές [[είτε]] ως [[στοιχείο]] ινδοευρωπαϊκής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pra</i>-<i>stu</i>-<i>m</i>-<i>pati</i> «[[σπρώχνω]] με τα κέρατα» <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] [[s]]<i>teup</i>- τoύ [[τύπτω]]). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tympanum</i>) και στη [[συνέχεια]] η Γαλλική (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tympan</i>), όπου χρησιμοποιήθηκε ως όρος της ανατομίας και με τη σημ. αυτή εισήχθη στην Ελληνική ως αντιδάνεια. Στη Νέα Ελληνική, [[τέλος]], απαντά και ο τ. [[τούμπανο]], στον οποίο το -<i>υ</i>- διατήρησε την αρχ. [[προφορά]] ως /<i>u</i>/ (<b>πρβλ.</b> [[ξουράφι]] <span style="color: red;"><</span> [[ξυράφι]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τυμπανίας]], [[τυμπανίζω]], [[τυμπανικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τυμπανάριος]], [[τυμπανεύς]], [[τυμπάνιον]], [[τυμπανίτης]], [[τυμπανόεις]], [[τυμπανώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τυμπανούμαι]]<br />(μσν. [[τυμπανάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τυμπανιαίος]], [[τυμπανίτιδα]], [[τυμπάνωση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[τυμπανοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τυμπανόδουπος]], [[τυμπανοτερπής]], [[τυμπανοτρίβης]], [[τυμπανοφορούμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τυμπανόκρουστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τυμπανοκρούστης]], [[τυμπανομετρία]], [[τυμπανοπλαστική]], <i>τυμπανοπληκτροδακτυλία</i>, [[τυμπανοσκλήρυνση]]. (Β' συνθετικό) [[χαλκοτύμπανος]]/-<i>ο</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>φρεατοτύμπανος</i>].
}}
}}