Anonymous

συναλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συναλλάζω]] Ν, και συναλλάττω Α [[ἀλλάσσω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στον τ. [[συναλλάζω]]) [[αλλάζω]] [[συχνά]] τα ρούχα μου, [[φορώ]] διαδοχικά το ένα [[μετά]] το [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναλλάσσομαι</i><br />α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα, οικονομικές σχέσεις με κάποιον («συναλλάσσεται με μεγάλους εμπορικούς οίκους του εξωτερικού»)<br />β) <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] αθέμιτα [[κάτι]] [[αντικείμενο]] συναλλαγής, [[εμπορεύομαι]] την [[πολιτική]] ή την επίσημη [[θέση]] μου («συναλλάσσεται ασύστολα με τους ισχυρούς του χρήματος»)<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω σχέσεις με κάποιον, [[γνωρίζω]] κάποιον («εἴ χρή τι κἀμὲ μὴ ξυναλλάξαντά πω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδιαλλάσσω]], [[συμφιλιώνω]] (α. «ἀλλὰ τους τε φεύγοντας ξυναλλάξαι σφίσι», <b>Θουκ.</b><br />β. «καὶ συνήλασσεν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> έχω σαρκική [[σχέση]] ή παντρεύομαι («Ἑλένῳ συναλλαχθεῑσαν εὐναίοις γάμοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχετίζω]] κάποιον με κάποιον [[άλλο]] («φεῡ τοῡ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῑς δίκαιον ἄνδρα τοῑσι δυσσεβεστάτοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[έρχομαι]] σε [[συνδιαλλαγή]] με κάποιον («ἐπιτείλαντες παντὶ τρόπῳ... ξυναλλαγῆναι πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[συνάπτω]] [[ειρήνη]] («μόνοι γὰρ τῶν ξυμμάχων, ὅτε Σικελιῶται ξυνηλάσσοντο, οὐκ ἐσπείσαντο Ἀθηναίοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μετρίως]] συναλλάττομαι» — [[συνάπτω]] [[ειρήνη]] με δίκαιους όρους (<b>Θουκ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συναλλάζω]] Ν, και συναλλάττω Α [[ἀλλάσσω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στον τ. [[συναλλάζω]]) [[αλλάζω]] [[συχνά]] τα ρούχα μου, [[φορώ]] διαδοχικά το ένα [[μετά]] το [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναλλάσσομαι</i><br />α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα, οικονομικές σχέσεις με κάποιον («συναλλάσσεται με μεγάλους εμπορικούς οίκους του εξωτερικού»)<br />β) <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] αθέμιτα [[κάτι]] [[αντικείμενο]] συναλλαγής, [[εμπορεύομαι]] την [[πολιτική]] ή την επίσημη [[θέση]] μου («συναλλάσσεται ασύστολα με τους ισχυρούς του χρήματος»)<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω σχέσεις με κάποιον, [[γνωρίζω]] κάποιον («εἴ χρή τι κἀμὲ μὴ ξυναλλάξαντά πω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδιαλλάσσω]], [[συμφιλιώνω]] (α. «ἀλλὰ τους τε φεύγοντας ξυναλλάξαι σφίσι», <b>Θουκ.</b><br />β. «καὶ συνήλασσεν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> έχω σαρκική [[σχέση]] ή παντρεύομαι («Ἑλένῳ συναλλαχθεῑσαν εὐναίοις γάμοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχετίζω]] κάποιον με κάποιον [[άλλο]] («φεῡ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῑς δίκαιον ἄνδρα τοῑσι δυσσεβεστάτοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[έρχομαι]] σε [[συνδιαλλαγή]] με κάποιον («ἐπιτείλαντες παντὶ τρόπῳ... ξυναλλαγῆναι πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[συνάπτω]] [[ειρήνη]] («μόνοι γὰρ τῶν ξυμμάχων, ὅτε Σικελιῶται ξυνηλάσσοντο, οὐκ ἐσπείσαντο Ἀθηναίοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μετρίως]] συναλλάττομαι» — [[συνάπτω]] [[ειρήνη]] με δίκαιους όρους (<b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm