Anonymous

ψυχικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
mNo edit summary
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ψυχικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψυχή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ψυχή]] (α. «[[ψυχικό]] [[σθένος]]» β. «ψυχικὴ [[δύναμις]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ψυχική [[οδύνη]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[είδος]] αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο [[ψυχικός]] [[πόνος]] από τη [[θανάτωση]] ενός προσώπου υπό συνθήκες αδικοπραξίας στα [[μέλη]] της οικογένειάς του<br />β) «ψυχική [[επαφή]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> <b>βλ.</b> [[επαφή]]<br />γ) «ψυχική [[διάθεση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> το θυμικό<br />δ) «ψυχική [[νόσος]]»<br />(ιατρ.-ψυχολ.) καθεμιά από τις νόσους του εγκεφάλου με συμπτώματα που αφορούν [[κυρίως]] την [[συμπεριφορά]], από τις νόσους της προσωπικότητας που εκδηλώνονται με μη φυσιολογική [[συμπεριφορά]] και από τις νόσους που εμφανίζουν κοινωνικές αποκλίσεις της συμπεριφοράς<br />ε) «[[ψυχικό]] [[τραύμα]]» — <b>βλ.</b> [[τραύμα]]<br />στ) «[[βρασμός]] ψυχικής ορμής»<br />(ποιν. δίκ.) η [[κατά]] τη [[λήψη]] της απόφασης [[προς]] [[τέλεση]] εγκλήματος, ή [[κατά]] την εκτέλεσή της, ψυχική [[κατάσταση]] του δράστη η οποία αποκλείει τη [[σκέψη]]<br />ζ) «ψυχικές έρευνες»<br />(παλαιότερα) η [[παραψυχολογία]]<br />η) «ψυχική [[αποξένωση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[κατάσταση]] ενός υποκειμένου, οι διανοητικές ικανότητες του οποίου έχουν [[σοβαρά]] διαταραχθεί με [[αποτέλεσμα]] να μην του επιτρέπουν [[πλέον]] να διάγει ζωή συμβατή με την κοινωνική ζωή<br />θ) «ψυχική [[ορμή]]»<br />(ποιν. δίκ.) αιφνίδια [[υπερδιέγερση]] ορισμένου συναισθήματος που επιφέρει [[διατάραξη]] της συνείδησης και συνιστά, ως εκ τούτου, λόγο αποκλείσεως του καταλογισμού<br />ι) «[[ψυχικός]] [[κόσμος]]» — ο [[ψυχισμός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[ψυχικό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υλική ζωή («ψυχικὸς δὲ [[ἄνθρωπος]] οὐ δέχεται τὰ τοῡ Πνεύματος τοῡ Θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αμφβλ. σημ.) [[ψυκτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ψυχικοί</i><br />υβριστικὴ [[ονομασία]] που δινόταν από τους Μοντανιστές στους καθολικούς χριστιανούς («μὴ [[τοίνυν]] ψυχικοὺς ἐν ὀνείδους μέρει λεγόντων ἡμᾱς οἱ προειρημένοι, ἀλλὰ καὶ οἱ Φρύγες», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πνεῦμα ψυχικόν» — η [[δύναμη]], η [[πνοή]] της ζωής (<b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψυχικώς</i> / <i>ψυχικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>ψυχικά</i> Ν<br />ως [[προς]] την [[ψυχή]], [[κατά]] την [[ψυχή]], με την [[ψυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στα [[βάθη]] της καρδιάς, ενδόμυχα<br /><b>2.</b> ως [[προς]] τα ψυχικά αισθήματα.
|mltxt=-ή, -ό / [[ψυχικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψυχή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ψυχή]] (α. «[[ψυχικό]] [[σθένος]]» β. «ψυχικὴ [[δύναμις]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ψυχική [[οδύνη]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[είδος]] αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο [[ψυχικός]] [[πόνος]] από τη [[θανάτωση]] ενός προσώπου υπό συνθήκες αδικοπραξίας στα [[μέλη]] της οικογένειάς του<br />β) «ψυχική [[επαφή]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> <b>βλ.</b> [[επαφή]]<br />γ) «ψυχική [[διάθεση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> το θυμικό<br />δ) «ψυχική [[νόσος]]»<br />(ιατρ.-ψυχολ.) καθεμιά από τις νόσους του εγκεφάλου με συμπτώματα που αφορούν [[κυρίως]] την [[συμπεριφορά]], από τις νόσους της προσωπικότητας που εκδηλώνονται με μη φυσιολογική [[συμπεριφορά]] και από τις νόσους που εμφανίζουν κοινωνικές αποκλίσεις της συμπεριφοράς<br />ε) «[[ψυχικό]] [[τραύμα]]» — <b>βλ.</b> [[τραύμα]]<br />στ) «[[βρασμός]] ψυχικής ορμής»<br />(ποιν. δίκ.) η [[κατά]] τη [[λήψη]] της απόφασης [[προς]] [[τέλεση]] εγκλήματος, ή [[κατά]] την εκτέλεσή της, ψυχική [[κατάσταση]] του δράστη η οποία αποκλείει τη [[σκέψη]]<br />ζ) «ψυχικές έρευνες»<br />(παλαιότερα) η [[παραψυχολογία]]<br />η) «ψυχική [[αποξένωση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[κατάσταση]] ενός υποκειμένου, οι διανοητικές ικανότητες του οποίου έχουν [[σοβαρά]] διαταραχθεί με [[αποτέλεσμα]] να μην του επιτρέπουν [[πλέον]] να διάγει ζωή συμβατή με την κοινωνική ζωή<br />θ) «ψυχική [[ορμή]]»<br />(ποιν. δίκ.) αιφνίδια [[υπερδιέγερση]] ορισμένου συναισθήματος που επιφέρει [[διατάραξη]] της συνείδησης και συνιστά, ως εκ τούτου, λόγο αποκλείσεως του καταλογισμού<br />ι) «[[ψυχικός]] [[κόσμος]]» — ο [[ψυχισμός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[ψυχικό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υλική ζωή («ψυχικὸς δὲ [[ἄνθρωπος]] οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αμφβλ. σημ.) [[ψυκτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ψυχικοί</i><br />υβριστικὴ [[ονομασία]] που δινόταν από τους Μοντανιστές στους καθολικούς χριστιανούς («μὴ [[τοίνυν]] ψυχικοὺς ἐν ὀνείδους μέρει λεγόντων ἡμᾱς οἱ προειρημένοι, ἀλλὰ καὶ οἱ Φρύγες», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πνεῦμα ψυχικόν» — η [[δύναμη]], η [[πνοή]] της ζωής (<b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψυχικώς</i> / <i>ψυχικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>ψυχικά</i> Ν<br />ως [[προς]] την [[ψυχή]], [[κατά]] την [[ψυχή]], με την [[ψυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στα [[βάθη]] της καρδιάς, ενδόμυχα<br /><b>2.</b> ως [[προς]] τα ψυχικά αισθήματα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm