3,277,226
edits
(44) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑπόστασις]], -άσεως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το να υπάρχει [[κάτι]], ύπαρξη<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) πραγματική ύπαρξη, [[πραγματικότητα]] (α. «τα [[λόγια]] του δεν έχουν [[υπόσταση]]» β. «φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπόστασιν δὲ μή», Αρτεμίδ.)<br /><b>3.</b> [[ουσία]], [[φύση]] («ἡ | |mltxt=η / [[ὑπόστασις]], -άσεως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το να υπάρχει [[κάτι]], ύπαρξη<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) πραγματική ύπαρξη, [[πραγματικότητα]] (α. «τα [[λόγια]] του δεν έχουν [[υπόσταση]]» β. «φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπόστασιν δὲ μή», Αρτεμίδ.)<br /><b>3.</b> [[ουσία]], [[φύση]] («ἡ τοῦ γεώδους [[ὑπόστασις]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[υποστάθμη]]<br /><b>5.</b> <b>θεολ.</b> [[φιλοσοφικός]] όρος που στη θεολογική [[γραμματεία]] χρησιμοποιήθηκε με ποικίλες αναφορές [[είτε]] στην [[ουσία]], σχετικά με το [[τριαδικό]] [[δόγμα]], [[είτε]] στη [[φύση]] και στο [[πρόσωπο]], σχετικά με το χριστολογικό [[δόγμα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[βάση]], [[θεμέλιο]], [[υπόβαθρο]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «έχω [[υπόσταση]]» ή «ὑπόστασιν ἔχω» — [[υφίσταμαι]], [[υπάρχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> η [[συρροή]] αίματος στα επικλινή μέρη του σώματος, [[ιδίως]] στις βάσεις τών πνευμόνων<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> ([[κατά]] τον Μπέιτσον) η [[υποτέλεια]] ενός γονιδίου σε [[σχέση]] με ένα [[άλλο]] [[γονίδιο]] που δεν [[είναι]] αλληλόμορφο του πρώτου<br /><b>3.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) η [[ουσία]] θεωρούμενη ως οντολογική [[πραγματικότητα]]<br />β) η φανταστική [[οντότητα]], η [[αφαίρεση]] που εσφαλμένα θεωρείται ως μια [[πραγματικότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στερούμαι υποστάσεως»<br />i) [[είμαι]] [[ανύπαρκτος]], δεν [[υπάρχω]]<br />ii) [[είμαι]] [[ψευδής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «υποστάσεις μεγάλες»<br />(βυζ. μουσ.) τα [[σαράντα]] άφωνα σημάδια του αρχαίου στενογραφικού συστήματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήριξη]], [[υποστήριξη]] («ἡ [[ὑπόστασις]] τοῦ βάρους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποστήριγμα]]<br /><b>3.</b> [[σταθερότητα]]<br /><b>4.</b> [[παλινδρόμηση]]<br /><b>5.</b> [[αντίσταση]], [[αντοχή]]<br /><b>6.</b> (για χρόνο) [[διάρκεια]] («ἡ στιγμιαία τῶν καιρῶν [[ὑπόστασις]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ενέδρα]]<br /><b>8.</b> [[απόστημα]]<br /><b>9.</b> [[ιδιοκτησία]], [[περιουσία]]<br /><b>10.</b> (σχετικά με [[μίσθωση]]) [[προσφορά]]<br /><b>11.</b> (για [[οικοδόμημα]] και, [[ιδίως]], ναό) [[βάση]], [[κρηπίδα]], [[θεμέλιο]]<br /><b>12.</b> [[σημείο]] αναχώρησης, [[αφετηρία]]<br /><b>13.</b> η [[προέλευση]] και η [[σύσταση]] ενός λαού<br /><b>14.</b> ο [[σκοπός]] μιας ενέργειας·15. η πραγματική [[ουσία]], η [[φύση]] ενός πράγματος, η οποία υπάρχει ως [[βάση]] και στηρίζει την εξωτερική του [[μορφή]]<br /><b>16.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[ουσία]] ή η υποκείμενη ύλη ενός πράγματος («ὃς ὢν [[ἀπαύγασμα]] τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῡ», ΚΔ)<br /><b>17.</b> ιδιαίτερο ή χαρακτηριστικό [[φυσικό]] [[ιδίωμα]] προσώπου ή πράγματος<br /><b>18.</b> [[είδος]] ρητορικού σχήματος<br /><b>19.</b> <b>αστρολ.</b> η [[περιοχή]] όπου παρατηρείται η [[τύχη]] κάποιου<br /><b>20.</b> [[στρατόπεδο]] («ἐξῆλθεν ἐξ ὑποστάσεως τῶν ἀλλοφύλων τῶν ἐν τῷ [[πέραν]] Μαχμάς», ΠΔ)<br /><b>21.</b> [[είδος]] παχύρρευστου ζωμού<br /><b>22.</b> <b>μτφ.</b> (για [[διήγηση]], ρητορικό λόγο ή [[ποίημα]]) [[υπόθεση]], [[θέμα]], [[περιεχόμενο]]<br /><b>23.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὑποστάσεις</i><br />α) [[επίσημα]] έγγραφα ιδιοκτησίας<br />β) τα πραγματικά αντικείμενα τών οποίων τα είδωλα φαίνονται σε [[κάτοπτρο]]<br /><b>24.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπόστασις]] ξύλου» — ξύλινο [[υποστήριγμα]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[τοποθέτηση]] εξαρθρωμένου μέλους του σώματος <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) «νέφους ὑποστάσεις» — συσσωρευμένα νέφη (<b>Διόδ.</b>). | ||
}} | }} |