3,273,742
edits
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[φούμη]] Ν, και ἐφήμη Μ, και δωρ. τ. [[φάμα]] και πιθ. δωρ. τ. [[φήμα]] Α<br /><b>1.</b> ανεξακρίβωτη [[πληροφορία]] ή [[είδηση]] που διαδίδεται από [[στόμα]] σε [[στόμα]], [[διάδοση]] (α. «κυκλοφορεί η [[φήμη]] ότι θα δοθεί και νέα [[αύξηση]]» β. «[[φήμη]] [[ἐσέπτατο]] ἐς τὸ [[στρατόπεδον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δημόσια]] [[γνώμη]], καλή ή κακή, για ένα [[πρόσωπο]] και για τον χαρακτήρα του (α. «έχει πολύ καλή [[φήμη]] στη [[γειτονιά]]» β. «δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην<br />[[φήμη]] γάρ τε κακὴ πέλεται», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]]) η καλή [[γνώμη]] για κάποιον, [[αίγλη]] (α. «έχει [[μεγάλη]] [[φήμη]]» β. «κατὰ τὴν εὐδοξίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φήμην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φήμη</i><br /><b>μυθ.</b> αλληγορική [[μορφή]] της ελληνικής και της ρωμαϊκής μυθολογίας, που θεωρήθηκε προσωποίηση τών δημόσιων διαδόσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[ανεξέλεγκτος]] [[ισχυρισμός]] για πρόσωπα ή πράγματα, που διαδίδεται [[προφορικά]] ή και με όποιον [[άλλο]] τρόπο ως κρατούσα [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φήμη]] και [[πελατεία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[αξία]] μιας επιχείρησης [[πέραν]] τών υλικών και άυλων περιουσιακών της στοιχείων, η οποία [[είναι]] [[μέρος]] του «αέρα» και αποτελεί [[μορφή]] υπεραξίας της επιχείρησης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> [[ευχή]] που ψάλλεται για επίσκοπο ο [[οποίος]] ιερουργεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωνή]] ή [[λόγος]] άγνωστης προέλευσης και, [[κυρίως]], [[θείος]] [[λόγος]] προφητικού χαρακτήρα<br /><b>2.</b> [[προφητεία]] ή [[χρησμός]] που διατυπώνεται [[μετά]] από την [[ερμηνεία]] οιωνών, σημείων ή ονείρων («βληθεις ἐξέπλησε | |mltxt=η, ΝΜΑ, και [[φούμη]] Ν, και ἐφήμη Μ, και δωρ. τ. [[φάμα]] και πιθ. δωρ. τ. [[φήμα]] Α<br /><b>1.</b> ανεξακρίβωτη [[πληροφορία]] ή [[είδηση]] που διαδίδεται από [[στόμα]] σε [[στόμα]], [[διάδοση]] (α. «κυκλοφορεί η [[φήμη]] ότι θα δοθεί και νέα [[αύξηση]]» β. «[[φήμη]] [[ἐσέπτατο]] ἐς τὸ [[στρατόπεδον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δημόσια]] [[γνώμη]], καλή ή κακή, για ένα [[πρόσωπο]] και για τον χαρακτήρα του (α. «έχει πολύ καλή [[φήμη]] στη [[γειτονιά]]» β. «δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην<br />[[φήμη]] γάρ τε κακὴ πέλεται», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]]) η καλή [[γνώμη]] για κάποιον, [[αίγλη]] (α. «έχει [[μεγάλη]] [[φήμη]]» β. «κατὰ τὴν εὐδοξίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φήμην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φήμη</i><br /><b>μυθ.</b> αλληγορική [[μορφή]] της ελληνικής και της ρωμαϊκής μυθολογίας, που θεωρήθηκε προσωποίηση τών δημόσιων διαδόσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[ανεξέλεγκτος]] [[ισχυρισμός]] για πρόσωπα ή πράγματα, που διαδίδεται [[προφορικά]] ή και με όποιον [[άλλο]] τρόπο ως κρατούσα [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φήμη]] και [[πελατεία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[αξία]] μιας επιχείρησης [[πέραν]] τών υλικών και άυλων περιουσιακών της στοιχείων, η οποία [[είναι]] [[μέρος]] του «αέρα» και αποτελεί [[μορφή]] υπεραξίας της επιχείρησης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> [[ευχή]] που ψάλλεται για επίσκοπο ο [[οποίος]] ιερουργεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωνή]] ή [[λόγος]] άγνωστης προέλευσης και, [[κυρίως]], [[θείος]] [[λόγος]] προφητικού χαρακτήρα<br /><b>2.</b> [[προφητεία]] ή [[χρησμός]] που διατυπώνεται [[μετά]] από την [[ερμηνεία]] οιωνών, σημείων ή ονείρων («βληθεις ἐξέπλησε τοῦ ὀνείρου τὴν φήμην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> θεϊκό [[σημάδι]], [[οιωνός]] («φήμης [[ἕνεκα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάθε]] [[είδος]] λόγου («[[φήμη]] γε [[μέντοι]] [[δημόθρους]] μέγα στένει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παράδοση]], [[μύθος]] (α. «ἀλλ' ἔστι [[φήμη]] κρείσσονας λύκους κυνῶν [[εἶναι]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ὅσους ἡ κοινὴ [[φήμη]] παραδέδωκεν [θεούς]», Φιλόδ.)<br /><b>6.</b> [[μήνυμα]], [[παραγγελία]]<br /><b>7.</b> (ο δωρ. τ. στον πληθ.) <i>αἱ φᾱμαι</i><br />οι επαινετικοί ύμνοι<br /><b>8.</b> <b>ως κύριο όν.</b> θεά, [[κόρη]] της Διαβολής, την οποία θεωρούσαν αγγελιαφόρο τών νικών<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φήμη]] λόγων»<br />(στην [[ποίηση]]) ([[κατά]] περίφρ.) οι λόγοι (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[φήμη]] ἀγαθή» — [[ευφημία]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φη</i>-/<i>φᾱ</i>- της απαθούς βαθμίδας του ρ. [[φημί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μη</i> / -<i>μᾱ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γνώ</i>-<i>μη</i>, <i>ῥώ</i>-<i>μη</i>, <i>τόλ</i>-<i>μη</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |