Anonymous

ἀποσχίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. -[[σκίζω]] (AM [[ἀποσχίζω]])<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[αποσπώ]] βίαια, [[αποχωρίζω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι ([[κυρίως]] από την Εκκλησία), [[γίνομαι]] [[σχισματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκίζω]] εντελώς, [[ολοκληρώνω]] το [[σκίσιμο]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[μεταβαίνω]] από μια [[πολιτική]] [[παράταξη]] σε [[άλλη]], [[αποσκιρτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀποσχίζω]] τινὰ τοῡ λόγου» — [[διακόπτω]] κάποιον που μιλά.
|mltxt=κ. -[[σκίζω]] (AM [[ἀποσχίζω]])<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[αποσπώ]] βίαια, [[αποχωρίζω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι ([[κυρίως]] από την Εκκλησία), [[γίνομαι]] [[σχισματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκίζω]] εντελώς, [[ολοκληρώνω]] το [[σκίσιμο]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[μεταβαίνω]] από μια [[πολιτική]] [[παράταξη]] σε [[άλλη]], [[αποσκιρτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀποσχίζω]] τινὰ τοῦ λόγου» — [[διακόπτω]] κάποιον που μιλά.
}}
}}
{{lsm
{{lsm