Anonymous

ἐντός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔντος]], το (Α)<br />(ο εν. [[σπάνιος]]<br />[[συνήθης]] ο πληθ. [[ἔντεα]] και <i>ἔντη</i>, <i>τα</i>)<br /><b>1.</b> [[οπλισμός]], όπλο (επιθετικό ή αμυντικό<br />π.χ. [[δόρυ]], [[ξίφος]], [[ασπίδα]], [[θώρακας]] <b>κ.λπ.</b>)<br />(«ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον [[ἔντος]] ἀμώμητον [[κάλλιπον]]» — την [[ασπίδα]], το ασύγκριτο όπλο μου, που το εγκατέλειψα [[δίπλα]] σ' έναν θάμνο, <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> το [[σκεύος]], [[καθετί]] που χρησιμεύει για την [[προπαρασκευή]], [[προετοιμασία]] ή [[επένδυση]]<br /><b>3.</b> <b>απόλ.</b> μουσικό όργανο<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> [[άρμα]].<br />(AM [[ἐντός]]) (επίρρ. και πρόθ.)<br /><b>1.</b> [[μέσα]] («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> απ' αυτή την [[πλευρά]], [[εντεύθεν]], από τη δική του [[μεριά]]<br />(«ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[μέσα]] σ' ένα ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] («ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «(τὰ) [[ἐντός]] μου» — η πνευματική και ψυχική μου [[υπόσταση]]<br />β) «μετεβλήθη [[εντός]] μου ο [[ρυθμός]] του κόσμου», <b>(Βιζυην.)</b><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(και πληθ.) τὰ [[ἐντός]]<br />τα [[εντόσθια]], τα [[σπλάγχνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἐντός]] τινος ποιῶ» — [[τοποθετώ]] [[φρουρά]] σε μια [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> «ἐντὸς τοῡ νόμου [[εἰμί]]» — προστατεύομαι από τον νόμο<br /><b>3.</b> «ἐντὸς [[εἰμὶ]] τῶν συμβαινόντων παθῶν» — έχω [[γνώση]] από προσωπική [[πείρα]]<br /><b>4.</b> «ἐντὸς τῶν μαθημάτων ἐστί» — περιλαμβάνεται στα διδασκόμενα<br /><b>5.</b> «ἐντὸς τῶν μέτρων» — [[μέσα]] στα όρια παρακειμένου κτήματος<br /><b>6.</b> «οἱ ἐντὸς ἡλικίας γεγονότες» — οι ενήλικοι, αυτοί που βρίσκονται στην ανδρική [[ηλικία]]<br /><b>7.</b> «ἐντὸς ἀνεψιότητος» — ώς τον βαθμό συγγένειας τών εξαδέλφων<br /><b>8.</b> «ἐντὸς ἐμαυτοῡ» ή «ἐντὸς τῶν λογισμῶν εἰμι» — έχω νηφάλιο λογισμό, [[εχεφρονώ]]<br /><b>9.</b> «ἐντὸς ἐμαυτοῡ» ή «ἐντὸς τῶν λογισμῶν [[γίγνομαι]]» — [[ξαναποκτώ]] την πνευματική μου [[διαύγεια]], [[συνέρχομαι]]. ΙΙ. <b>(ειδ.)</b> (με αριθμτ. που δηλώνουν χρόνο ή [[ποσό]]) με υπολογισμό και του οριζόμενου αριθμού ή [[κάτω]] από τον οριζόμενο αριθμό («ἐντὸς δραχμῶν [[πεντήκοντα]]», <b>Πλάτ.</b><br />«τὰς ἐντὸς εἴκοσιν γὰρ ἐκδικάζομεν», <b>Αριστοφ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στον τ. [[εντός]] εμφανίζεται ως α΄ συνθετικό η [[πρόθεση]] <i>εν</i> και ως β' συνθετικό [[επίθημα]] -<i>τος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>intus</i>). Ο τ. [[εντός]] χρησιμοποιείται και ως [[πρόθεση]] και ως [[επίρρημα]]<br />ως [[πρόθεση]] συντάσσεται με (προτασσόμενη ή επιτασσόμενη) γενική].
|mltxt=[[ἔντος]], το (Α)<br />(ο εν. [[σπάνιος]]<br />[[συνήθης]] ο πληθ. [[ἔντεα]] και <i>ἔντη</i>, <i>τα</i>)<br /><b>1.</b> [[οπλισμός]], όπλο (επιθετικό ή αμυντικό<br />π.χ. [[δόρυ]], [[ξίφος]], [[ασπίδα]], [[θώρακας]] <b>κ.λπ.</b>)<br />(«ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον [[ἔντος]] ἀμώμητον [[κάλλιπον]]» — την [[ασπίδα]], το ασύγκριτο όπλο μου, που το εγκατέλειψα [[δίπλα]] σ' έναν θάμνο, <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> το [[σκεύος]], [[καθετί]] που χρησιμεύει για την [[προπαρασκευή]], [[προετοιμασία]] ή [[επένδυση]]<br /><b>3.</b> <b>απόλ.</b> μουσικό όργανο<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> [[άρμα]].<br />(AM [[ἐντός]]) (επίρρ. και πρόθ.)<br /><b>1.</b> [[μέσα]] («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> απ' αυτή την [[πλευρά]], [[εντεύθεν]], από τη δική του [[μεριά]]<br />(«ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[μέσα]] σ' ένα ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] («ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «(τὰ) [[ἐντός]] μου» — η πνευματική και ψυχική μου [[υπόσταση]]<br />β) «μετεβλήθη [[εντός]] μου ο [[ρυθμός]] του κόσμου», <b>(Βιζυην.)</b><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(και πληθ.) τὰ [[ἐντός]]<br />τα [[εντόσθια]], τα [[σπλάγχνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἐντός]] τινος ποιῶ» — [[τοποθετώ]] [[φρουρά]] σε μια [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> «ἐντὸς τοῦ νόμου [[εἰμί]]» — προστατεύομαι από τον νόμο<br /><b>3.</b> «ἐντὸς [[εἰμὶ]] τῶν συμβαινόντων παθῶν» — έχω [[γνώση]] από προσωπική [[πείρα]]<br /><b>4.</b> «ἐντὸς τῶν μαθημάτων ἐστί» — περιλαμβάνεται στα διδασκόμενα<br /><b>5.</b> «ἐντὸς τῶν μέτρων» — [[μέσα]] στα όρια παρακειμένου κτήματος<br /><b>6.</b> «οἱ ἐντὸς ἡλικίας γεγονότες» — οι ενήλικοι, αυτοί που βρίσκονται στην ανδρική [[ηλικία]]<br /><b>7.</b> «ἐντὸς ἀνεψιότητος» — ώς τον βαθμό συγγένειας τών εξαδέλφων<br /><b>8.</b> «ἐντὸς ἐμαυτοῡ» ή «ἐντὸς τῶν λογισμῶν εἰμι» — έχω νηφάλιο λογισμό, [[εχεφρονώ]]<br /><b>9.</b> «ἐντὸς ἐμαυτοῡ» ή «ἐντὸς τῶν λογισμῶν [[γίγνομαι]]» — [[ξαναποκτώ]] την πνευματική μου [[διαύγεια]], [[συνέρχομαι]]. ΙΙ. <b>(ειδ.)</b> (με αριθμτ. που δηλώνουν χρόνο ή [[ποσό]]) με υπολογισμό και του οριζόμενου αριθμού ή [[κάτω]] από τον οριζόμενο αριθμό («ἐντὸς δραχμῶν [[πεντήκοντα]]», <b>Πλάτ.</b><br />«τὰς ἐντὸς εἴκοσιν γὰρ ἐκδικάζομεν», <b>Αριστοφ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στον τ. [[εντός]] εμφανίζεται ως α΄ συνθετικό η [[πρόθεση]] <i>εν</i> και ως β' συνθετικό [[επίθημα]] -<i>τος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>intus</i>). Ο τ. [[εντός]] χρησιμοποιείται και ως [[πρόθεση]] και ως [[επίρρημα]]<br />ως [[πρόθεση]] συντάσσεται με (προτασσόμενη ή επιτασσόμενη) γενική].
}}
}}
{{lsm
{{lsm