Anonymous

ἐντρέχεια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐντρέχεια]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[άσκηση]], [[δεξιότητα]], [[ικανότητα]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐντρέχειαι τῶν ζῴων» — φυσικές ορμές, ένστικτα<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> [[ένστικτο]]<br /><b>4.</b> [[τρόπος]] επεξεργασίας ενός προϊόντος («μετήνεγκαν τὴν ἰουδαϊκὴν ἐντρέχειαν... τοῡ φοίνικος», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=[[ἐντρέχεια]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[άσκηση]], [[δεξιότητα]], [[ικανότητα]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐντρέχειαι τῶν ζῴων» — φυσικές ορμές, ένστικτα<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> [[ένστικτο]]<br /><b>4.</b> [[τρόπος]] επεξεργασίας ενός προϊόντος («μετήνεγκαν τὴν ἰουδαϊκὴν ἐντρέχειαν... τοῦ φοίνικος», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐντρέχεια:''' ἡ опытность, искусство Sext.
|elrutext='''ἐντρέχεια:''' ἡ опытность, искусство Sext.
}}
}}