Anonymous

στοῖχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / στοῑχος, ΝΑ<br /><b>1.</b> ευθύγραμμη [[διάταξη]] ή [[παράταξη]], [[σειρά]], [[αράδα]], [[γραμμή]] (α. «παρατάχθηκαν σε [[τρεις]] στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ὁ [[πρῶτος]] στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(δομ.)</b> καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες ή πλίνθους τοιχοδομής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κιονοστοιχία]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] πασσάλων με βρόχους για τη [[σύλληψη]] θηράματος<br /><b>3.</b> [[ποιητικός]] [[στίχος]] («ἔπη ἀλλότρια τοῡ στοίχου τῆς ποιήσεως», Αφρικαν.)<br /><b>4.</b> αριθμητική [[σειρά]]<br /><b>5.</b> χρονολογική [[σειρά]] («οὐ κατὰ στοῑχον τῆς ἱδρύσεως ἀριθμουμένους τοὺς βωμούς», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>6.</b> [[χρονικό]] [[διάστημα]] («τοῡ ἀλέκτορος τοῡδ' ὅντιν' οἰκίῃ στοίχων κήρυκα θύω», Ηρώνδ.)<br /><b>7.</b> ορισμένη χρονική [[περίοδος]] («τοῡ στοίχου καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν», πάπ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἐπὶ στοίχου» ή «κατὰ στοῑχον» — [[στοιχηδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>στοιχ</i>- του [[στείχω]] και συνδέεται με τα αλβ. <i>shtek</i>, <i>shtegu</i> «[[πέρασμα]], [[δρόμος]]», γοτθ. <i>staiga</i> και αρχ. άνω γερμ. <i>steiga</i> «[[μονοπάτι]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στείχω]])].
|mltxt=ο / στοῑχος, ΝΑ<br /><b>1.</b> ευθύγραμμη [[διάταξη]] ή [[παράταξη]], [[σειρά]], [[αράδα]], [[γραμμή]] (α. «παρατάχθηκαν σε [[τρεις]] στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ὁ [[πρῶτος]] στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(δομ.)</b> καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες ή πλίνθους τοιχοδομής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κιονοστοιχία]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] πασσάλων με βρόχους για τη [[σύλληψη]] θηράματος<br /><b>3.</b> [[ποιητικός]] [[στίχος]] («ἔπη ἀλλότρια τοῦ στοίχου τῆς ποιήσεως», Αφρικαν.)<br /><b>4.</b> αριθμητική [[σειρά]]<br /><b>5.</b> χρονολογική [[σειρά]] («οὐ κατὰ στοῑχον τῆς ἱδρύσεως ἀριθμουμένους τοὺς βωμούς», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>6.</b> [[χρονικό]] [[διάστημα]] («τοῡ ἀλέκτορος τοῡδ' ὅντιν' οἰκίῃ στοίχων κήρυκα θύω», Ηρώνδ.)<br /><b>7.</b> ορισμένη χρονική [[περίοδος]] («τοῡ στοίχου καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν», πάπ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἐπὶ στοίχου» ή «κατὰ στοῑχον» — [[στοιχηδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>στοιχ</i>- του [[στείχω]] και συνδέεται με τα αλβ. <i>shtek</i>, <i>shtegu</i> «[[πέρασμα]], [[δρόμος]]», γοτθ. <i>staiga</i> και αρχ. άνω γερμ. <i>steiga</i> «[[μονοπάτι]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στείχω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm