Anonymous

ἀπάγω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀπάγω]]) [[άγω]]<br />[[αρπάζω]] και [[κρατώ]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[μακριά]] και [[κρατώ]]<br />(«ἀπάγουσι [[βόας]] καὶ ἴφια μῆλα» — κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, [[Όμηρος]])<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]], [[μετακινώ]] («[[ἀπάγω]] τὸ [[ἱμάτιον]] τοῡ τραχήλου», [[Πλούταρχος]])<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]] [[μακριά]], [[αποσύρω]] («[[ἀπάγω]] της στρατιῆς τὸ πολλόν» — [[αποσύρω]] το μεγαλύτερο [[μέρος]] της στρατιάς, Ηρόδοτος)<br /><b>4.</b> <b>(ελλειπτ.)</b> αποσύρομαι, [[αποχωρώ]]<br /><b>5.</b> [[φέρνω]] [[πίσω]], [[ξαναφέρνω]] στην [[πατρίδα]] («ἀπήγαγεν [[οἴκαδε]]», [[Όμηρος]])<br /><b>6.</b> [[αποδίδω]] ό,τι [[οφείλω]], [[πληρώνω]] («[[ἀπάγω]] τὸν [[φόρον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[συλλαμβάνω]] και [[οδηγώ]] με τη βία («ἀπάγετε αὐτὸν παρ' ἐμέ» — φέρτε τον [[μπροστά]] μου, Ηρόδοτος)<br /><b>8.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[μπροστά]] σε αρμόδιο αξιωματούχο («[[ἀπάγω]] ὡς θεσμοθέτας», <b>Δημοσθ.</b>) και [[διατυπώνω]] την [[κατηγορία]] («[[ἀπάγω]] ἀσεβείας» — [[κατηγορώ]] ως ένοχο ασέβειας, <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> [[οδηγώ]] κάποιον στη [[φυλακή]] («[[ἀπάγω]] εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> [[απομακρύνω]] τη [[συζήτηση]] από το προκείμενο, από το κύριο [[θέμα]] («[[ἀπάγω]] τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αφαιρώ]], [[αποχωρίζω]]<br />«ἀπ' ὄψεως... τὰ δοξάζοντα [[ἀπάγω]]», [[Πλάτων]])<br /><b>12.</b> [[φέρω]], [[κρατώ]]<br />(«[[ἀπάγω]] ἐν ἀριστερᾷ [[τόξον]]», [[Πλάτων]])<br /><b>13.</b> [[ἄπαγε]] (προστ. ως επίρρ.) φύγε, χάσου, σταμάτα («[[ἄπαγε]] τῆς βλασφημίας»<br />«[[ἄπαγε]] σεαυτὸν [[ἐκποδών]]» — ξεκουμπίσου, Αριστοφάνης<br />«ἄπαγ' ἀπὸ τῆς ὀσφύος» — [[κάτω]] τα χέρια απ' τη [[μέση]], [[κοντά]] τα χέρια σου, <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=(AM [[ἀπάγω]]) [[άγω]]<br />[[αρπάζω]] και [[κρατώ]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[μακριά]] και [[κρατώ]]<br />(«ἀπάγουσι [[βόας]] καὶ ἴφια μῆλα» — κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, [[Όμηρος]])<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]], [[μετακινώ]] («[[ἀπάγω]] τὸ [[ἱμάτιον]] τοῦ τραχήλου», [[Πλούταρχος]])<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]] [[μακριά]], [[αποσύρω]] («[[ἀπάγω]] της στρατιῆς τὸ πολλόν» — [[αποσύρω]] το μεγαλύτερο [[μέρος]] της στρατιάς, Ηρόδοτος)<br /><b>4.</b> <b>(ελλειπτ.)</b> αποσύρομαι, [[αποχωρώ]]<br /><b>5.</b> [[φέρνω]] [[πίσω]], [[ξαναφέρνω]] στην [[πατρίδα]] («ἀπήγαγεν [[οἴκαδε]]», [[Όμηρος]])<br /><b>6.</b> [[αποδίδω]] ό,τι [[οφείλω]], [[πληρώνω]] («[[ἀπάγω]] τὸν [[φόρον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[συλλαμβάνω]] και [[οδηγώ]] με τη βία («ἀπάγετε αὐτὸν παρ' ἐμέ» — φέρτε τον [[μπροστά]] μου, Ηρόδοτος)<br /><b>8.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[μπροστά]] σε αρμόδιο αξιωματούχο («[[ἀπάγω]] ὡς θεσμοθέτας», <b>Δημοσθ.</b>) και [[διατυπώνω]] την [[κατηγορία]] («[[ἀπάγω]] ἀσεβείας» — [[κατηγορώ]] ως ένοχο ασέβειας, <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> [[οδηγώ]] κάποιον στη [[φυλακή]] («[[ἀπάγω]] εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> [[απομακρύνω]] τη [[συζήτηση]] από το προκείμενο, από το κύριο [[θέμα]] («[[ἀπάγω]] τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αφαιρώ]], [[αποχωρίζω]]<br />«ἀπ' ὄψεως... τὰ δοξάζοντα [[ἀπάγω]]», [[Πλάτων]])<br /><b>12.</b> [[φέρω]], [[κρατώ]]<br />(«[[ἀπάγω]] ἐν ἀριστερᾷ [[τόξον]]», [[Πλάτων]])<br /><b>13.</b> [[ἄπαγε]] (προστ. ως επίρρ.) φύγε, χάσου, σταμάτα («[[ἄπαγε]] τῆς βλασφημίας»<br />«[[ἄπαγε]] σεαυτὸν [[ἐκποδών]]» — ξεκουμπίσου, Αριστοφάνης<br />«ἄπαγ' ἀπὸ τῆς ὀσφύος» — [[κάτω]] τα χέρια απ' τη [[μέση]], [[κοντά]] τα χέρια σου, <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm