Anonymous

ἔπειτα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἔπειτα]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> αργότερα, [[μετά]], ακολούθως<br /><b>2.</b> (σε [[ερώτηση]]) [[έπειτα]]; <i>κι [[έπειτα]]; εκφράζει [[περιφρόνηση]], [[ειρωνεία]] ή [[αδιαφορία]] για ισχυρισμό ή [[συμπέρασμα]] που υπονοείται (α. «θα φύγει<br />κι [[έπειτα]];» β. «[[ἔπειτα]] οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (σε εμφαντικές ερωτήσεις) α) «[[έπειτα]], [[είναι]] [[επιχείρημα]] αυτό;» <br />β) «[[ἔπειτα]] τοῡ δέει;»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τελικά, στο [[κάτω]] [[κάτω]] («κι [[έπειτα]] δεν ήταν [[ειλικρινής]] από την [[αρχή]]»)<br /><b>2.</b> [[εκτός]] απ' αυτό («[[είναι]] πολύ δύσκολο, [[έπειτα]] δεν έχουμε και καιρό»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[έπειτα]] από» <br />α) [[κατόπιν]], ύστερα, [[μετά]] («[[έπειτα]] από [[χρόνια]] θα έχουν ξεχαστεί όλα»)<br />β) ως [[συνέπεια]] [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]] ή σ' [[αντίθεση]] («[[έπειτα]] από τόσες θυσίες τά παράτησε όλα σύξυλα κι έφυγε», «[[έπειτα]] από πολύ καιρό σε ξαναβλέπουμε»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />από δω και [[πέρα]], στο [[εξής]] («ἤ πέφατ' ἤ καὶ [[ἔπειτα]] πεφήσεται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (αναφορικά με προηγούμενη [[πράξη]]) [[τότε]] ακριβώς, εκείνο τον χρόνο («οἱ μὲν [[ἔπειτα]] πεσσοῑσι... θυμὸν ἔτερπον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]]) ὁ [[ἔπειτα]]<br />ο [[επόμενος]] (α. «ὁ [[ἔπειτα]] [[βίος]]» β. «οἱ [[ἔπειτα]]» — οι μεταγενέστεροι)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[έκφραση]] θαυμασμού, έκπληξης) αλλ' όμως, παρ' όλα αυτά («τὸ μητρὸς αἶμα... ἐκχέας [[πέδοι]], [[ἔπειτα]] ἐν Ἄργει δώματ' οἰκήσει πατρός;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> σε [[απόδοση]] ([[ποτέ]] στην [[αρχή]] πρότ.)<br />α) ([[μετά]] από χρον. σύνδ.) ακολούθως, στη [[συνέχεια]] («[[ἐπεὶ]] δὲ σφαίρῃ...<br />πειρήσαντο, ὀρχείσθην δὲ [[ἔπειτα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) ([[μετά]] από υποθετ. σύνδ.) [[τότε]] βέβαια («εἰ δ' ἐτεὸν δή... ἀγορεύεις, ἐξ ἄρα δή τοι [[ἔπειτα]] θεοὶ φρένας ὤλεσαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) (όταν η [[απόδοση]] [[είναι]] [[ερώτηση]]) σ' αυτή την [[περίπτωση]] («εἰ μὲν δὴ κελεύετε πῶς ἄν ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἐγὼ λαθοίμην;», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> (σε [[λογική]] [[ακολουθία]], [[αποτέλεσμα]] ή [[συμπέρασμα]]) γι' αυτό, [[επομένως]] («οὐ σὺ γ' [[ἔπειτα]] Τυδέος ἔκγονός ἐσσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (στη [[διήγηση]] μιας ιστορίας) [[λοιπόν]], που λες («[[νῆσος]] [[ἔπειτα]] τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[είτα]]].
|mltxt=(AM [[ἔπειτα]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> αργότερα, [[μετά]], ακολούθως<br /><b>2.</b> (σε [[ερώτηση]]) [[έπειτα]]; <i>κι [[έπειτα]]; εκφράζει [[περιφρόνηση]], [[ειρωνεία]] ή [[αδιαφορία]] για ισχυρισμό ή [[συμπέρασμα]] που υπονοείται (α. «θα φύγει<br />κι [[έπειτα]];» β. «[[ἔπειτα]] οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (σε εμφαντικές ερωτήσεις) α) «[[έπειτα]], [[είναι]] [[επιχείρημα]] αυτό;» <br />β) «[[ἔπειτα]] τοῦ δέει;»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τελικά, στο [[κάτω]] [[κάτω]] («κι [[έπειτα]] δεν ήταν [[ειλικρινής]] από την [[αρχή]]»)<br /><b>2.</b> [[εκτός]] απ' αυτό («[[είναι]] πολύ δύσκολο, [[έπειτα]] δεν έχουμε και καιρό»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[έπειτα]] από» <br />α) [[κατόπιν]], ύστερα, [[μετά]] («[[έπειτα]] από [[χρόνια]] θα έχουν ξεχαστεί όλα»)<br />β) ως [[συνέπεια]] [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]] ή σ' [[αντίθεση]] («[[έπειτα]] από τόσες θυσίες τά παράτησε όλα σύξυλα κι έφυγε», «[[έπειτα]] από πολύ καιρό σε ξαναβλέπουμε»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />από δω και [[πέρα]], στο [[εξής]] («ἤ πέφατ' ἤ καὶ [[ἔπειτα]] πεφήσεται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (αναφορικά με προηγούμενη [[πράξη]]) [[τότε]] ακριβώς, εκείνο τον χρόνο («οἱ μὲν [[ἔπειτα]] πεσσοῑσι... θυμὸν ἔτερπον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]]) ὁ [[ἔπειτα]]<br />ο [[επόμενος]] (α. «ὁ [[ἔπειτα]] [[βίος]]» β. «οἱ [[ἔπειτα]]» — οι μεταγενέστεροι)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[έκφραση]] θαυμασμού, έκπληξης) αλλ' όμως, παρ' όλα αυτά («τὸ μητρὸς αἶμα... ἐκχέας [[πέδοι]], [[ἔπειτα]] ἐν Ἄργει δώματ' οἰκήσει πατρός;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> σε [[απόδοση]] ([[ποτέ]] στην [[αρχή]] πρότ.)<br />α) ([[μετά]] από χρον. σύνδ.) ακολούθως, στη [[συνέχεια]] («[[ἐπεὶ]] δὲ σφαίρῃ...<br />πειρήσαντο, ὀρχείσθην δὲ [[ἔπειτα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) ([[μετά]] από υποθετ. σύνδ.) [[τότε]] βέβαια («εἰ δ' ἐτεὸν δή... ἀγορεύεις, ἐξ ἄρα δή τοι [[ἔπειτα]] θεοὶ φρένας ὤλεσαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) (όταν η [[απόδοση]] [[είναι]] [[ερώτηση]]) σ' αυτή την [[περίπτωση]] («εἰ μὲν δὴ κελεύετε πῶς ἄν ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἐγὼ λαθοίμην;», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> (σε [[λογική]] [[ακολουθία]], [[αποτέλεσμα]] ή [[συμπέρασμα]]) γι' αυτό, [[επομένως]] («οὐ σὺ γ' [[ἔπειτα]] Τυδέος ἔκγονός ἐσσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (στη [[διήγηση]] μιας ιστορίας) [[λοιπόν]], που λες («[[νῆσος]] [[ἔπειτα]] τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[είτα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm