3,273,769
edits
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
mNo edit summary |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empraktos | |Transliteration C=empraktos | ||
|Beta Code=e)/mpraktos | |Beta Code=e)/mpraktos | ||
|Definition= | |Definition=ἔμπρακτον,<br><span class="bld">A</span> [[within one's power to do]], [[practicable]], [[τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν]] = [[make the most of]] Pi.''P.''3.62: Comp. ἐμπρακτότερος, [[κένωσις]] Philum. ap. Orib.45.29.5, cf. Sor.2.9; [[χρόνος]] ἔμπρακτος εἰς [[πάντα]], [[propitious]], Heph.Astr.2.30, cf. Vett.Val.205.32, al.; [[ἔμπρακτος ῥητορική]] = [[working rhetoric]], Phld.''Rh.''1.10S., al.; also of persons, [[active]], ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.102; τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι [[ready]] for... ib.70; [[τὸ ἔμπρακτον]], [[vigour]], of [[oratory]], Longin.11.2. Adv. [[ἐμπράκτως]] = [[actively]], Plu.''Sert.''4; [[effectively]], Phld.''Lib.''p.380., Archig. ap. Aët.12.1.<br><span class="bld">b</span> [[holding office]], ἄρχοντες ''Cod.Just.''1.2.24.1.<br><span class="bld">2</span> [[ἔμπρακτος ἡμέρα]] = [[day on which legal business may be transacted]], POxy.1882.14 (vi A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[under bond to pay]], = [[εἴσπρακτος]] ([[chargeable]]), ''IG''7.3171.54 (Orchom. Boeot.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas y abstr. [[eficaz]], [[que surte efecto u obtiene resultados]] prácticos τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν Pi.<i>P</i>.3.62, de remedios medicinales ὅπως ἡ [[κένωσις]] ἐμπρακτοτέρα γίνηται para que la purga actúe con más [[eficacia]]</i> Philum. en Orib.45.29.5, cf. Dsc.1.39.2, ἔνπρακτ' ἐστὶν ἅπαντα καὶ εὔοδα καὶ πολυκερδῆ Orác. en <i>TAM</i> 3.35A.6 (Termeso, imper.), ἔμπρακτον ἀπάγγελλε τῶν ... ἀγραμμάτων τὴν [[διδασκαλία]]ν Ephr.Syr.1.279F, cf. Cyr.Al.<i>Mt</i>.4.11, ἔ. [[ῥητορική]] = [[retórica]] [[práctica]]</i>, relativa a la vida ordinaria</i> ref. la [[retórica]] [[forense]], dif. de la [[sofística]] y la [[política]], Phld.<i>Rh</i>.1.17Aur.<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἔμπρακτον]] = [[energía]], [[vigor]] de la [[oratoria]], Longin.11.2<br /><b class="num">•</b>[[actividad]] física κατ' ἐπίστασιν τοῦ ἐμπράκτου τῆς διαίτης mediante la [[suspensión]] de la [[actividad]] que comporte su [[régimen]] de [[vida]]</i> Sor.3.2.69.<br /><b class="num">2</b> de pers. y anim. [[activo]], [[emprendedor]], [[dispuesto para la acción]] ἀνὴρ ... τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.102, τόλμαν ἔχων ἔμπρακτον πρὸς πᾶσαν περίστασιν con una [[audacia]] [[capaz]] de [[afrontar]] [[cualquier]] [[situación]]</i> [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.70, ἔμπρακτον τὸ ζῷον τοῦτο ἐποίησεν ὁ Θεός Chrys.M.60.257, cf. Basil.M.31.1348D<br /><b class="num">•</b>[[que está en activo]] en el desempeño de un [[cargo]] οἱ ἔμπρακτοι ἄρχοντες ταύτης τῆς ... πόλεως <i>Cod.Iust</i>.1.2.24.1, cf. Iust.<i>Nou</i>.70 tít., ἔ. [[δομέστικος]] Λαγκιαρίων <i>JHS</i> 22.1902.353 n.97 (Licaonia, biz.).<br /><b class="num">3</b> ἔμπρακτος [[ἡμέρα]] = [[día laborable]], [[día apto para hacer gestiones públicas]] op. [[ἄπρακτος]] <i>POxy</i>.1882.14 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>tb. astrol. [[día propicio para la acción]] περὶ ἀπράκτων καὶ ἐμπράκτων ἡμερῶν Heph.Astr.3.6 tít., cf. 3.23 tít., Vett.Val.90.8.<br /><b class="num">II</b> [[sujeto]] a la [[ejecución]], al [[cobro]] [[ejecutivo]] de una [[multa]] ἔ. ἔστω Εὐβώλυ ἁ πόλις τῶν Ἐρχομενίων <i>IG</i> 7.3171.54 (Orcómeno III a.C.), cf. <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.137.14 (Calidón II a.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἐμπράκτως]]<br /><b class="num">1</b> [[de modo efectivo]], [[eficazmente]] Phld.<i>Lib</i>.fr.80.10, ἐ. βοηθεῖ ὁ [[ἐλλέβορος]] Archig. en Aët.12.1 (p.22).<br /><b class="num">2</b> [[de modo emprendedor]] ἀνδρὸς ἐ. βιωσομένου δόξαν ἔσχεν adquirió la [[reputación]] de un [[hombre]] [[llamado]] a [[cumplir]] grandes [[empresa]]s</i> Plu.<i>Sert</i>.4. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] 1) ausführbar, [[μηχανή]] Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; [[τόλμα]] D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῦν Plut. Sert. 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] 1) ausführbar, [[μηχανή]] Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; [[τόλμα]] D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῦν Plut. Sert. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu'on peut exécuter <i>ou</i> accomplir;<br /><b>2</b> [[actif]], [[énergique]] ; τὸ ἔμπρακτον, force, vigueur (d'un discours).<br />'''Étymologie:''' ἐμπράσσω. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔμπρακτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[легко исполнимый]], [[легкий]] ([[μαχανά]] Pind.);<br /><b class="num">2</b> [[деятельный]] ([[τόλμα]] Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμπρακτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἐκτελεσθῇ, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «[[μηδαμῶς]] δέ, ὦ προσφιλεστάτη [[ψυχή]], θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] ἐπιζήτει μηχανήν, ἣν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, [[οἷον]] τοιούτοις ἐπιχείρει ἃ δύνανται πραχθῆναι» Σχόλ.), ὁ [[λόγος]] πρὸς ἑαυτόν, Πινδ. Π. 3. 110: - ἐπὶ προσώπων, [[δραστήριος]], [[περί]] τι Διόδ. 13. 102˙ τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον [[πρός]] τι, ἑτοίμην [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. 13. 70: - τὸ ἔμπρ., τὸ ἐναγώνιον, τὸ δραματικόν, Λογγῖν. 11. 2. - Ἐπίρρ. | |lstext='''ἔμπρακτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἐκτελεσθῇ, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «[[μηδαμῶς]] δέ, ὦ προσφιλεστάτη [[ψυχή]], θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] ἐπιζήτει μηχανήν, ἣν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, [[οἷον]] τοιούτοις ἐπιχείρει ἃ δύνανται πραχθῆναι» Σχόλ.), ὁ [[λόγος]] πρὸς ἑαυτόν, Πινδ. Π. 3. 110: - ἐπὶ προσώπων, [[δραστήριος]], [[περί]] τι Διόδ. 13. 102˙ τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον [[πρός]] τι, ἑτοίμην [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. 13. 70: - τὸ ἔμπρ., τὸ ἐναγώνιον, τὸ δραματικόν, Λογγῖν. 11. 2. - Ἐπίρρ. [[ἐμπράκτως]], Πλουτ. Σερτ. 4. ΙΙ. ὑποχρεωμένος νὰ πληρώσῃ, παρ’ οὗ δύναται νὰ εἰσπράξῃ τις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569α. 54. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἔμπρακτος]], -ον | |sltr=[[ἔμπρακτος]], -ον</b> [[practicable]], [[possible]] (cf. Forssman, 111f., Strömberg, Gk. Prefix Studies, 118ff.) τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν (P. 3.62) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπρακτος]], -ον)<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκδηλώνεται στην [[πράξη]] («έμπρακτη [[αγάπη]], [[φιλανθρωπία]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> «έμπρακτη [[μετάνοια]]» — [[μετάνοια]] που εκδηλώνεται με [[αποζημίωση]] [[προς]] τον αδικημένο<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> (για [[αξίωμα]]) αυτός που ασκείται<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εκτελεστεί<br /><b>2.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που κατέχει [[αξίωμα]] ή [[αρχή]]<br /><b>5.</b> αυτός από τον οποίο επιτρεπόταν να απαιτηθεί η [[πληρωμή]] χρέους<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔμπρακτος]] ἡμερα» — αυτή [[κατά]] την οποία επιτρεπόταν να διενεργηθούν νομικές πράξεις. ΙΙ. <b>επίρρ.</b> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπρακτος]], -ον)<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκδηλώνεται στην [[πράξη]] («έμπρακτη [[αγάπη]], [[φιλανθρωπία]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> «έμπρακτη [[μετάνοια]]» — [[μετάνοια]] που εκδηλώνεται με [[αποζημίωση]] [[προς]] τον αδικημένο<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> (για [[αξίωμα]]) αυτός που ασκείται<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εκτελεστεί<br /><b>2.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που κατέχει [[αξίωμα]] ή [[αρχή]]<br /><b>5.</b> αυτός από τον οποίο επιτρεπόταν να απαιτηθεί η [[πληρωμή]] χρέους<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔμπρακτος]] ἡμερα» — αυτή [[κατά]] την οποία επιτρεπόταν να διενεργηθούν νομικές πράξεις. ΙΙ. <b>επίρρ.</b> [[ἐμπράκτως]]<br />με πράξεις, με έργα, έμπρακτα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεγαλοπρεπώς]], επιδεικτικώς («προῆλθεν ἐμπράκτως μόνη [[χωρίς]] τοῦ ἀνδρὸς ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ», Θεοφάν.)<br /><b>2.</b> στην [[πραγματικότητα]], αληθινά<br /><b>αρχ.</b><br />δραστηρίως [[ενεργητικώς]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔμπρακτος:''' -ον, (ἐν), [[κατορθωτός]], [[εφαρμόσιμος]], [[εκτελεστός]]· επίρρ., | |lsmtext='''ἔμπρακτος:''' -ον, (ἐν), [[κατορθωτός]], [[εφαρμόσιμος]], [[εκτελεστός]]· επίρρ., [[ἐμπράκτως]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=ἔμπρακτος, ον <i>adj</i> [ἐν] [[practicable]] adv. [[ἐμπράκτως]], Plut. | ||
}} | }} |