Anonymous

ὑπέρ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "v.s." to "v.s.")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπέρ]], ΝΜΑ, και επικ. τ. [[ὑπείρ]] και [[λεσβιακός]] τ. ἴπερ και [[παμφυλιακός]] τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. [[ὁπέρ]] και βοιωτ. τ. [[οὗπερ]], Α<br />(δισύλλαβη [[πρόθεση]] που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ.) [[υπεράσπιση]], [[βοήθεια]] ή [[ωφέλεια]] (α. «[[αγώνας]] [[υπέρ]] βωμών και εστιών» β. «τελικά παραιτήθηκε [[υπέρ]] του γιου του» γ. «ἑκατόμβην ῥέξαι [[ὑπὲρ]] Δαναῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «νῡν [[ὑπὲρ]] πάντων [[ἀγών]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />II. (με αιτ., [[οπότε]] και δηλώνεται, [[είτε]] κυριολ. [[είτε]] μτφ., [[κυρίως]] το [[πράγμα]] [[πάνω]] και [[πέρα]] από το οποίο εκτείνεται [[κάτι]]) (με τοπ. σημ.) α) (στη νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) [[πάνω]] από, [[υπεράνω]] (α. «οι ρωγμές εντοπίστηκαν [[υπέρ]] την θύραν» β. «[[ὑπὲρ]] Ἡρακλείας στήλας ἔξω κατοικοῡσι», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[παραπάνω]] από περισσότερο (α. «[[υπέρ]] το [[δέον]]» β. «ὐπὲρ τὸ βέλτιστον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τα [[υπέρ]] και τα [[κατά]]» — τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, οι ευμενείς και οι δυσμενείς συνθήκες<br /><b>αρχ.</b><br />ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) Α. (με τοπ. σημ.)<br /><b>1.</b> (σχετικά με [[στάση]] και με [[κίνηση]]) [[πάνω]] από, [[υπεράνω]] (α. «[[ὑπὲρ]] κεφαλῆς στῆναί τινι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὅτι [[ὑπὲρ]] κεφαλῆς οἱ ἐγίνετο ὁ νεκρὸς διεξελαύνοντι», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «κῡμα νηὸς [[ὑπὲρ]] τοίχων καταβήσεται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (αναφορικά με τη σχετική [[θέση]] χωρών ή τόπων) πιο [[πέρα]] από το εσωτερικό μιας χώρας, πιο [[μακριά]] από την [[ενδοχώρα]] («οἰκέοντες [[ὑπὲρ]] Ἁλικαρνησσοῡ μεσόγαιαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πέρα]], [[μακριά]] («ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ τηλοῡ [[ὑπὲρ]] πόντου», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> έξω, στ' ανοιχτά από κάποιο [[σημείο]] της ακτής («ναυμαχίην τὴν [[ὑπὲρ]] Μιλήτου γενομένην», <b>Ηρόδ.</b>)<br />Β. <b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί αυτό που προσπαθεί να αποφύγει ή να αποκρούσει [[κανείς]] («ἱκέσιον λόγον δουλοσύνας ὕπερ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> εξαιτίας, [[ένεκα]] ενός πράγματος, μιας κατάστασης («[[ὑπὲρ]] τοῡ μηδένα... βιαίῳ θανάτῳ ἀποθνήσκειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> α) εν [[ονόματι]] κάποιου («[[ὑπέρ]] τινος ἀποκρίνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[κατόπιν]] εντολής κάποιου («στρατηγῶν [[ὑπὲρ]] ἡμῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> (σε όρκους και ικεσίες) δηλώνει τον αντιπρόσωπο ενός προσώπου («τῶν ὕπερ ἐνθάδ' ἐγὼ [[γουνάζομαι]] οὐ παρεόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> δηλώνει [[επίσης]] την [[εξουσία]], την [[αρχή]] που ασκεί [[κάποιος]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[ὑπὲρ]] τῆς Ἀσίας στρατηγήσας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> σχετικά με κάποιον ή και [[εναντίον]] κάποιου («[[ὑπὲρ]] [[σέθεν]] αἴσχε' [[ἀκούω]]». <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> στο όνομα ενός θεού («[[ὑπὲρ]] ξενίου λίσσεται [[ὔμμε]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />II. (με αιτ.) Α. 1. (με τοπ. σημ.) (με ρ. κινήσεως) [[πάνω]] από [[κάτι]] («[[ὑπὲρ]] ὦμον ἤλυθ' [[ἀκωκή]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[πριν]] («ὁ [[ὑπὲρ]] τὰ Μηδικὰ [[πόλεμος]]», <b>Θουκ.</b>)<br />Β. <b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παράβαση]]) [[εναντίον]], [[κατά]] («[[ὑπέρ]] μοῑραν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αριθμούς ή για ποσά) περισσότερο από («[[ὑπὲρ]] [[τεσσεράκοντα]] ἄνδρας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> εκ μέρους κάποιου («[[ὑπὲρ]] τὰν πόλιν», <b>επιγρ.</b>)<br />III. (με δοτ.) προστατεύοντας, υπερασπίζοντας κάποιον ή [[κάτι]] («μαχόμενοι [[ὑπὲρ]] τᾷ πόλιος ἐλευθερίᾳ», <b>επιγρ.</b>)<br />IV. διάφορες άλλες χρήσεις: 1. (<b>ως επίρρ.</b>) [[πάρα]] πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά («[[ὑπὲρ]] μὲν [[ἄγαν]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> ως [[κατηγορούμενο]] («διάκονοι Χριστοῡ εἰσι; [[ὑπὲρ]] ἐγώ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (σε φρ.) α) «[[ὑπὲρ]] ἡμᾱς» — [[πέρα]] από τις δυνατοτότητές μας (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «τα ὐπὲρ κεφαλῆς» — τόποι που βρίσκονται σε μεγάλο ύψος (<b>Ξεν.</b>)<br />ΘΕΣΗ: συν. προτάσσεται, [[αλλά]] μπορεί και να επιτάσσεται, να υπάρχει [[δηλαδή]] [[αναστροφή]], [[οπότε]] όμως επέρχεται [[αναβιβασμός]] του τόνου («πρυμνὸν ὕπερ θέναρος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[πρόθεση]] [[ὑπέρ]] ανάγεται στον ΙΕ τ. <i>uper</i>(<i>i</i>) «[[πάνω]], [[προς]] τα [[πάνω]]» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>upari</i>, λατ. <i>super</i> (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>sur</i>, αγγλ. <i>super</i>-), αβεστ. <i>upairi</i>, αρμ. <i>ver</i>-, αρχ. άνω γερμ. <i>ubir</i> (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>uber</i>). Η [[οικογένεια]] αυτή έχει προέλθει από την [[πρόθεση]] <i>ὑπό</i> «[[κάτω]] από» μέσω μιας σημ. «από [[κάτω]] [[προς]] τα [[πάνω]]» (<b>βλ.</b> και λ. <i>υπό</i>). Η [[πρόθεση]] [[ὑπέρ]], [[τέλος]], απαντά ως πρώτο συνθετικό σε μεγάλο αριθμό λ. (<b>βλ. λ.</b> <i>υπερ</i>-)].
|mltxt=[[ὑπέρ]], ΝΜΑ, και επικ. τ. [[ὑπείρ]] και [[λεσβιακός]] τ. ἴπερ και [[παμφυλιακός]] τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. [[ὁπέρ]] και βοιωτ. τ. [[οὗπερ]], Α<br />(δισύλλαβη [[πρόθεση]] που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ.) [[υπεράσπιση]], [[βοήθεια]] ή [[ωφέλεια]] (α. «[[αγώνας]] [[υπέρ]] βωμών και εστιών» β. «τελικά παραιτήθηκε [[υπέρ]] του γιου του» γ. «ἑκατόμβην ῥέξαι [[ὑπὲρ]] Δαναῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «νῡν [[ὑπὲρ]] πάντων [[ἀγών]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />II. (με αιτ., [[οπότε]] και δηλώνεται, [[είτε]] κυριολ. [[είτε]] μτφ., [[κυρίως]] το [[πράγμα]] [[πάνω]] και [[πέρα]] από το οποίο εκτείνεται [[κάτι]]) (με τοπ. σημ.) α) (στη νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) [[πάνω]] από, [[υπεράνω]] (α. «οι ρωγμές εντοπίστηκαν [[υπέρ]] την θύραν» β. «[[ὑπὲρ]] Ἡρακλείας στήλας ἔξω κατοικοῡσι», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[παραπάνω]] από περισσότερο (α. «[[υπέρ]] το [[δέον]]» β. «ὐπὲρ τὸ βέλτιστον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τα [[υπέρ]] και τα [[κατά]]» — τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, οι ευμενείς και οι δυσμενείς συνθήκες<br /><b>αρχ.</b><br />ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) Α. (με τοπ. σημ.)<br /><b>1.</b> (σχετικά με [[στάση]] και με [[κίνηση]]) [[πάνω]] από, [[υπεράνω]] (α. «[[ὑπὲρ]] κεφαλῆς στῆναί τινι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὅτι [[ὑπὲρ]] κεφαλῆς οἱ ἐγίνετο ὁ νεκρὸς διεξελαύνοντι», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «κῡμα νηὸς [[ὑπὲρ]] τοίχων καταβήσεται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (αναφορικά με τη σχετική [[θέση]] χωρών ή τόπων) πιο [[πέρα]] από το εσωτερικό μιας χώρας, πιο [[μακριά]] από την [[ενδοχώρα]] («οἰκέοντες [[ὑπὲρ]] Ἁλικαρνησσοῡ μεσόγαιαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πέρα]], [[μακριά]] («ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ τηλοῡ [[ὑπὲρ]] πόντου», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> έξω, στ' ανοιχτά από κάποιο [[σημείο]] της ακτής («ναυμαχίην τὴν [[ὑπὲρ]] Μιλήτου γενομένην», <b>Ηρόδ.</b>)<br />Β. <b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί αυτό που προσπαθεί να αποφύγει ή να αποκρούσει [[κανείς]] («ἱκέσιον λόγον δουλοσύνας ὕπερ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> εξαιτίας, [[ένεκα]] ενός πράγματος, μιας κατάστασης («[[ὑπὲρ]] τοῦ μηδένα... βιαίῳ θανάτῳ ἀποθνήσκειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> α) εν [[ονόματι]] κάποιου («[[ὑπέρ]] τινος ἀποκρίνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[κατόπιν]] εντολής κάποιου («στρατηγῶν [[ὑπὲρ]] ἡμῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> (σε όρκους και ικεσίες) δηλώνει τον αντιπρόσωπο ενός προσώπου («τῶν ὕπερ ἐνθάδ' ἐγὼ [[γουνάζομαι]] οὐ παρεόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> δηλώνει [[επίσης]] την [[εξουσία]], την [[αρχή]] που ασκεί [[κάποιος]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[ὑπὲρ]] τῆς Ἀσίας στρατηγήσας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> σχετικά με κάποιον ή και [[εναντίον]] κάποιου («[[ὑπὲρ]] [[σέθεν]] αἴσχε' [[ἀκούω]]». <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> στο όνομα ενός θεού («[[ὑπὲρ]] ξενίου λίσσεται [[ὔμμε]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />II. (με αιτ.) Α. 1. (με τοπ. σημ.) (με ρ. κινήσεως) [[πάνω]] από [[κάτι]] («[[ὑπὲρ]] ὦμον ἤλυθ' [[ἀκωκή]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[πριν]] («ὁ [[ὑπὲρ]] τὰ Μηδικὰ [[πόλεμος]]», <b>Θουκ.</b>)<br />Β. <b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παράβαση]]) [[εναντίον]], [[κατά]] («[[ὑπέρ]] μοῑραν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αριθμούς ή για ποσά) περισσότερο από («[[ὑπὲρ]] [[τεσσεράκοντα]] ἄνδρας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> εκ μέρους κάποιου («[[ὑπὲρ]] τὰν πόλιν», <b>επιγρ.</b>)<br />III. (με δοτ.) προστατεύοντας, υπερασπίζοντας κάποιον ή [[κάτι]] («μαχόμενοι [[ὑπὲρ]] τᾷ πόλιος ἐλευθερίᾳ», <b>επιγρ.</b>)<br />IV. διάφορες άλλες χρήσεις: 1. (<b>ως επίρρ.</b>) [[πάρα]] πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά («[[ὑπὲρ]] μὲν [[ἄγαν]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> ως [[κατηγορούμενο]] («διάκονοι Χριστοῡ εἰσι; [[ὑπὲρ]] ἐγώ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (σε φρ.) α) «[[ὑπὲρ]] ἡμᾱς» — [[πέρα]] από τις δυνατοτότητές μας (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «τα ὐπὲρ κεφαλῆς» — τόποι που βρίσκονται σε μεγάλο ύψος (<b>Ξεν.</b>)<br />ΘΕΣΗ: συν. προτάσσεται, [[αλλά]] μπορεί και να επιτάσσεται, να υπάρχει [[δηλαδή]] [[αναστροφή]], [[οπότε]] όμως επέρχεται [[αναβιβασμός]] του τόνου («πρυμνὸν ὕπερ θέναρος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[πρόθεση]] [[ὑπέρ]] ανάγεται στον ΙΕ τ. <i>uper</i>(<i>i</i>) «[[πάνω]], [[προς]] τα [[πάνω]]» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>upari</i>, λατ. <i>super</i> (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>sur</i>, αγγλ. <i>super</i>-), αβεστ. <i>upairi</i>, αρμ. <i>ver</i>-, αρχ. άνω γερμ. <i>ubir</i> (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>uber</i>). Η [[οικογένεια]] αυτή έχει προέλθει από την [[πρόθεση]] <i>ὑπό</i> «[[κάτω]] από» μέσω μιας σημ. «από [[κάτω]] [[προς]] τα [[πάνω]]» (<b>βλ.</b> και λ. <i>υπό</i>). Η [[πρόθεση]] [[ὑπέρ]], [[τέλος]], απαντά ως πρώτο συνθετικό σε μεγάλο αριθμό λ. (<b>βλ. λ.</b> <i>υπερ</i>-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm