Anonymous

ὁλκός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁλκός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έλκει, [[ελκτικός]] («[[μάθημα]] ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῡ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άπληστος]], [[λαίμαργος]]<br /><b>3.</b> αυτός που σύρεται [[καταγής]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁλκά<br />[[δυνατά]]»<br /><b>5.</b> (η αιτ. του ουδ. στον συγκριτ. ως επίρρ.) <i>ὁλκότερον</i><br />πιο [[αργά]], βραδύτερα από το κανονικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιθετοποιημένος τ. του [[ὁλκός]] (II)].<br /><b>(II)</b><br />ο (ΑΜ [[ὁλκός]])<br /><b>1.</b> [[εντομή]] που σχηματίζεται σε [[επιφάνεια]] από κινούμενο ή αιχμηρό όργανο («δέξασθαι σμίλης ὁλκούς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[τροχιά]] αστέρα ή μετεώρου («ὁλκὸς οὐρανίης ἀκτῑνος», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> [[μηχάνημα]] που χρησιμοποιείται για [[ανέλκυση]] τών πλοίων στην [[ξηρά]] («ἐν τούτοισι δὴ οἵ τε ὁλκοὶ τῶν νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> [[εξάρτημα]] μηχανής συρματοποίησης το οποίο κατασκευάζεται από εξαιρετικά σκληρό χάλυβα, φέρει οπές και χρησιμοποιείται για τη [[μετατροπή]] τών μεταλλικών ράβδων σε [[σύρμα]]<br /><b>2.</b> [[έλξη]], [[σύρσιμο]], [[τράβηγμα]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι ολκοί</i>- <b>ναυτ.</b> α) οι δύο δοκοί της ναυπηγικής κλίνης οι οποίοι υποβοηθούν στην [[καθέλκυση]] του πλοίου, κν. βάζια<br />β) βοηθητικά [[σχοινιά]] που χρησιμοποιούνται για τη [[στροφή]] τών ιστίων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[υδραγωγείο]]<br /><b>2.</b> [[βάρος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[σώμα]] του φιδιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιμάντας]], [[λουρί]]<br /><b>2.</b> [[τάφρος]], [[οχετός]]<br /><b>3.</b> [[κυματοειδής]] [[κίνηση]], [[κυματισμός]] («ὁλκοὶ καλλιρόων ὑδάτων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[οφιοειδής]] [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> [[βόστρυχος]], [[κότσος]]<br /><b>6.</b> [[είδος]] αράχνης<br /><b>7.</b> [[είδος]] χόρτου<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> κινητά μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν για [[μεταφορά]] τών πλοίων [[πάνω]] από τον Ισθμό της Κορίνθου<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁλκοὶ δάφνης» — κλαδιά δάφνης ή [[σκούπα]] που κατασκευάστηκε από κλαδιά δάφνης<br />β) «ὁλκὸς γλώσσης» — η [[προς]] τα έξω τεντωμένη [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ὁλκ</i>- του ρήματος [[ἕλκω]] και αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. <i>sulcus</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁλκός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έλκει, [[ελκτικός]] («[[μάθημα]] ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῦ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άπληστος]], [[λαίμαργος]]<br /><b>3.</b> αυτός που σύρεται [[καταγής]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁλκά<br />[[δυνατά]]»<br /><b>5.</b> (η αιτ. του ουδ. στον συγκριτ. ως επίρρ.) <i>ὁλκότερον</i><br />πιο [[αργά]], βραδύτερα από το κανονικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιθετοποιημένος τ. του [[ὁλκός]] (II)].<br /><b>(II)</b><br />ο (ΑΜ [[ὁλκός]])<br /><b>1.</b> [[εντομή]] που σχηματίζεται σε [[επιφάνεια]] από κινούμενο ή αιχμηρό όργανο («δέξασθαι σμίλης ὁλκούς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[τροχιά]] αστέρα ή μετεώρου («ὁλκὸς οὐρανίης ἀκτῑνος», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> [[μηχάνημα]] που χρησιμοποιείται για [[ανέλκυση]] τών πλοίων στην [[ξηρά]] («ἐν τούτοισι δὴ οἵ τε ὁλκοὶ τῶν νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> [[εξάρτημα]] μηχανής συρματοποίησης το οποίο κατασκευάζεται από εξαιρετικά σκληρό χάλυβα, φέρει οπές και χρησιμοποιείται για τη [[μετατροπή]] τών μεταλλικών ράβδων σε [[σύρμα]]<br /><b>2.</b> [[έλξη]], [[σύρσιμο]], [[τράβηγμα]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι ολκοί</i>- <b>ναυτ.</b> α) οι δύο δοκοί της ναυπηγικής κλίνης οι οποίοι υποβοηθούν στην [[καθέλκυση]] του πλοίου, κν. βάζια<br />β) βοηθητικά [[σχοινιά]] που χρησιμοποιούνται για τη [[στροφή]] τών ιστίων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[υδραγωγείο]]<br /><b>2.</b> [[βάρος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[σώμα]] του φιδιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιμάντας]], [[λουρί]]<br /><b>2.</b> [[τάφρος]], [[οχετός]]<br /><b>3.</b> [[κυματοειδής]] [[κίνηση]], [[κυματισμός]] («ὁλκοὶ καλλιρόων ὑδάτων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[οφιοειδής]] [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> [[βόστρυχος]], [[κότσος]]<br /><b>6.</b> [[είδος]] αράχνης<br /><b>7.</b> [[είδος]] χόρτου<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> κινητά μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν για [[μεταφορά]] τών πλοίων [[πάνω]] από τον Ισθμό της Κορίνθου<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁλκοὶ δάφνης» — κλαδιά δάφνης ή [[σκούπα]] που κατασκευάστηκε από κλαδιά δάφνης<br />β) «ὁλκὸς γλώσσης» — η [[προς]] τα έξω τεντωμένη [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ὁλκ</i>- του ρήματος [[ἕλκω]] και αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. <i>sulcus</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm