3,273,075
edits
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐξαγοράζω]]) [[αγοράζω]]<br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]] καταβάλλοντος [[λύτρα]] ή χρηματικό [[ποσό]] («[[εξαγοράζω]] τους αιχμαλώτους», «ἐξηγόρασας ἡμᾱς ἐκ τῆς κατάρας | |mltxt=(AM [[ἐξαγοράζω]]) [[αγοράζω]]<br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]] καταβάλλοντος [[λύτρα]] ή χρηματικό [[ποσό]] («[[εξαγοράζω]] τους αιχμαλώτους», «ἐξηγόρασας ἡμᾱς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ Νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι»)<br /><b>2.</b> [[αγοράζω]] [[κάτι]] στο ακέραιο, [[εξολοκλήρου]] («εξαγόρασε τις μετοχές της εταιρείας», «ἐξηγόραζε τὰ καιόμενα καὶ τὰ γειτνιῶντα τοῖς καιομένοις»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐξαγοράζω]] ή ἐξαγοράζομαι τὸν καιρόν» — [[χρησιμοποιώ]] με [[σύνεση]] τον καιρό, [[αντιμετωπίζω]] ψύχραιμα τις περιστάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με την [[καταβολή]] χρηματικού ποσού απαλλάσσομαι από [[υποχρέωση]] («[[εξαγοράζω]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]]»)<br /><b>2.</b> [[δωροδοκώ]] και [[εξασφαλίζω]] ευνοϊκή [[απόφαση]] («εξαγόρασε τους κριτές του», «τα [[μέλη]] του δικαστηρίου»)<br /><b>3.</b> [[αποζημιώνω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αγοράζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πληρώνω]] για να μού επιστραφεί [[ενέχυρο]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |