Anonymous

φιβάλεως: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
mNo edit summary
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ω, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πρώιμου σύκου («τῶν φιβαλέων τρῶγε σύκων τοῡ θέρους», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> το [[δέντρο]], η [[συκιά]], που παράγει τα σύκα αυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>εως</i>, όπως και άλλες ονομ. [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐλά</i>-<i>εως</i>, <i>κανθάρ</i>-<i>εως</i>, <i>κορών</i>-<i>εως</i>, <i>μελίν</i>-<i>εως</i>). Ο τ. απαντά [[κυρίως]] στους κωμικούς ποιητές και παρουσιάζει [[μεγάλη]] μορφολογική [[ποικιλία]] (<b>πρβλ.</b> [[φίβαλις]], [[φιβαλέον]]). Κατά μία [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, [[αρχικός]] θεωρήθηκε ο τ. [[φίβαλις]], σχηματισμένος μετωνυμικά από ένα υποτιθέμενο [[τοπωνύμιο]] <i>Φίβαλις της</i> περιοχής τών Μεγάρων ή της Αττικής (για το [[φαινόμενο]] <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>gamay</i> «[[ποικιλία]] σταφυλιού» από το ομώνυμο [[χωριό]] της Κοτ ντ' Ορ). Πιθανότερο, όμως, [[είναι]] ότι ο τ. [[φίβαλις]] [[είναι]] μεταγενέστερα σχηματισμένος από την αιτ. πληθ. [[φιβάλεως]], που θεωρήθηκε ως γεν. εν. ενός τριτόκλιτου θηλ. σε -<i>ις</i>, -<i>εως</i> (<b>πρβλ.</b> [[δύναμις]], -<i>άμεως</i>)].
|mltxt=-ω, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πρώιμου σύκου («τῶν φιβαλέων τρῶγε σύκων τοῦ θέρους», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> το [[δέντρο]], η [[συκιά]], που παράγει τα σύκα αυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>εως</i>, όπως και άλλες ονομ. [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐλά</i>-<i>εως</i>, <i>κανθάρ</i>-<i>εως</i>, <i>κορών</i>-<i>εως</i>, <i>μελίν</i>-<i>εως</i>). Ο τ. απαντά [[κυρίως]] στους κωμικούς ποιητές και παρουσιάζει [[μεγάλη]] μορφολογική [[ποικιλία]] (<b>πρβλ.</b> [[φίβαλις]], [[φιβαλέον]]). Κατά μία [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, [[αρχικός]] θεωρήθηκε ο τ. [[φίβαλις]], σχηματισμένος μετωνυμικά από ένα υποτιθέμενο [[τοπωνύμιο]] <i>Φίβαλις της</i> περιοχής τών Μεγάρων ή της Αττικής (για το [[φαινόμενο]] <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>gamay</i> «[[ποικιλία]] σταφυλιού» από το ομώνυμο [[χωριό]] της Κοτ ντ' Ορ). Πιθανότερο, όμως, [[είναι]] ότι ο τ. [[φίβαλις]] [[είναι]] μεταγενέστερα σχηματισμένος από την αιτ. πληθ. [[φιβάλεως]], που θεωρήθηκε ως γεν. εν. ενός τριτόκλιτου θηλ. σε -<i>ις</i>, -<i>εως</i> (<b>πρβλ.</b> [[δύναμις]], -<i>άμεως</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm