Anonymous

ἀνθρώπινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
mNo edit summary
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνθρώπινος]], -η, -ον και -ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη [[φύση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ' αυτόν<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους<br />«ἀπέθανε (ενν. <i>ο Ιησούς</i>) κατὰ τὰ ἀνθρώπινον [[ὑπὲρ]] τοῡ σωθῆναι τὸν κόσμον»<br />«ἀνθρώπινόν τι παθεῑν (για τον θάνατο, παπυρ.) «ἐάν τι τῶν ἀνθρωπίνων [[περί]] τινα γένηται» (Επίκουρος)<br /><b>2.</b> <b>(ουδ.)</b> <i>τὸ ἀνθρώπινον</i><br />η [[ανθρωπότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[σφάλμα]] (σε [[αντίθεση]] με τον θεϊκό)<br /><b>2.</b> ο [[πολιτισμένος]] (σε [[αντίθεση]] με τον θηριώδη)<br /><b>επίρρ.</b> -νως<br /><b>1.</b> «ἀνθρωπίνως ἁμαρτάνειν» (<b>Θουκ.</b>)<br />το να κάνει [[κανείς]] σφάλματα σαν [[άνθρωπος]] που [[είναι]]<br /><b>2.</b> «ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι» (<b>Δημοσθ.</b>, Ανδοκίδης)<br />το να σκέφτεται [[κανείς]] με [[ανθρωπιά]], με [[κατανόηση]] των ανθρώπινων, με [[ευγένεια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀνθρωπίνως χρὴ τὰς τύχας φέρειν» (Μένανδρος)<br />να αντιμετωπίζει [[κανείς]] τις περιστάσεις με [[ψυχραιμία]], με [[μετριοπάθεια]].<br />-ή, -ό<br /><b>1.</b> [[ανθρώπινος]]<br /><b>2.</b> [[ανεκτός]], [[επαρκής]] («ανθρωπινό φαΐ»)<br /><b>3.</b> [[κόσμιος]], [[ευπρεπής]] [[ευπαρουσίαστος]] («ανθρωπινά [[λόγια]]», «ανθρωπινά ρούχα»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνθρώπινος]], -η, -ον και -ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη [[φύση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ' αυτόν<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους<br />«ἀπέθανε (ενν. <i>ο Ιησούς</i>) κατὰ τὰ ἀνθρώπινον [[ὑπὲρ]] τοῦ σωθῆναι τὸν κόσμον»<br />«ἀνθρώπινόν τι παθεῑν (για τον θάνατο, παπυρ.) «ἐάν τι τῶν ἀνθρωπίνων [[περί]] τινα γένηται» (Επίκουρος)<br /><b>2.</b> <b>(ουδ.)</b> <i>τὸ ἀνθρώπινον</i><br />η [[ανθρωπότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[σφάλμα]] (σε [[αντίθεση]] με τον θεϊκό)<br /><b>2.</b> ο [[πολιτισμένος]] (σε [[αντίθεση]] με τον θηριώδη)<br /><b>επίρρ.</b> -νως<br /><b>1.</b> «ἀνθρωπίνως ἁμαρτάνειν» (<b>Θουκ.</b>)<br />το να κάνει [[κανείς]] σφάλματα σαν [[άνθρωπος]] που [[είναι]]<br /><b>2.</b> «ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι» (<b>Δημοσθ.</b>, Ανδοκίδης)<br />το να σκέφτεται [[κανείς]] με [[ανθρωπιά]], με [[κατανόηση]] των ανθρώπινων, με [[ευγένεια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀνθρωπίνως χρὴ τὰς τύχας φέρειν» (Μένανδρος)<br />να αντιμετωπίζει [[κανείς]] τις περιστάσεις με [[ψυχραιμία]], με [[μετριοπάθεια]].<br />-ή, -ό<br /><b>1.</b> [[ανθρώπινος]]<br /><b>2.</b> [[ανεκτός]], [[επαρκής]] («ανθρωπινό φαΐ»)<br /><b>3.</b> [[κόσμιος]], [[ευπρεπής]] [[ευπαρουσίαστος]] («ανθρωπινά [[λόγια]]», «ανθρωπινά ρούχα»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm