Anonymous

διανοοῦμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
(Created page with "{{pape |ptext=https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0592.png Seite 592 dep. pass., im Sinne haben, gesonnen sein, beabsichtigen, seq. inf., Her. 2, 121, 4; διε...")
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 24: Line 24:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διανοοῦμαι]], [[διανοέομαι]] και [[διανοῶ]], [[διανοέω]])<br /><b>1.</b> [[αναλογίζομαι]], [[διαλογίζομαι]], [[στοχάζομαι]]<br /><b>2.</b> έχω στον νου μου, [[σκοπεύω]], [[σχεδιάζω]], [[μελετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. ως ουσ.) ο [[διανοούμενος]]<br />ο [[λόγιος]], ο [[στοχαστής]], ο [[επιστήμονας]], ο [[πνευματικός]] [[εργάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκοπεύω]], [[προτίθεμαι]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], [[υποθέτω]]<br /><b>3.</b> [[αποφασίζω]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] διατεθειμένος [[κατά]] κάποιον τρόπο («[[καλῶς]], κακῶς, εὖ, οὓτω... διανοοῡμαι»).
|mltxt=(Α [[διανοοῦμαι]], [[διανοέομαι]] και [[διανοῶ]], [[διανοέω]])<br /><b>1.</b> [[αναλογίζομαι]], [[διαλογίζομαι]], [[στοχάζομαι]]<br /><b>2.</b> έχω στον νου μου, [[σκοπεύω]], [[σχεδιάζω]], [[μελετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. ως ουσ.) ο [[διανοούμενος]]<br />ο [[λόγιος]], ο [[στοχαστής]], ο [[επιστήμονας]], ο [[πνευματικός]] [[εργάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκοπεύω]], [[προτίθεμαι]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], [[υποθέτω]]<br /><b>3.</b> [[αποφασίζω]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] διατεθειμένος [[κατά]] κάποιον τρόπο («[[καλῶς]], κακῶς, εὖ, οὓτω... διανοοῦμαι»).
}}
}}