Anonymous

γαμώ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  26 March 2021
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
(8)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άω και -έω) (AM γαμῶ, -έω)<br />ωθώ το [[πέος]] [[μέσα]] στο γυναικείο [[αιδοίο]], τον πρωκτό ή [[άλλη]] [[κοιλότητα]] του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> [[γαμώ]] ή «θα σού γαμήσω τον, την...» — [[βρισιά]], [[βλαστήμια]] ή [[απειλή]], που εκτοξεύεται [[εναντίον]] κάποιου και θίγει τον ίδιο, [[μέλος]] του σώματός του ή της οικογένειάς του ή [[κάτι]] σεβαστό και [[ιερό]]<br /><b>2.</b> «άι γαμήσου» — [[βρισιά]] για να απαλλαγεί [[κάποιος]] από ενοχλητικό [[πρόσωπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άντρα) παντρεύομαι<br /><b>2.</b> <i>γαμοῡμαι</i> α) (για [[γυναίκα]]) παντρεύομαι<br />β) (για τους γονείς κόρης) [[παντρεύω]], [[δίνω]] ως [[νύφη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. [[γαμέω]] δεν [[είναι]] παράγωγο ονόματος, [[αλλά]] ο [[ίδιος]] με υποχωρητικό σχηματισμό παράγει τη λ. [[γάμος]]. Συνδέεται με τη λ. [[γαμβρός]] [[καθώς]] και με τα όμοιας σημασίας αρχ. ινδ. <i>jαmᾱtᾱr</i>, <i>jᾱrα</i>- κ.λπ. Δεν έχει [[επίσης]] αποδειχθεί κάποια διαφαινόμενη ετυμολογική [[σχέση]] με τα [[γέντο]], <i>ύγγεμος</i> «[[συλλαβή]]», [[γέμω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γαμήλιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαμήλευμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γαμετή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γαμήσι]], [[γαμιάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αντιγαμέω</i>, <i>αρρενογαμέω</i>, [[δυσγαμέω]], <i>εγγαμέω</i>, <i>επιγαμέω</i>, <i>ευγαμέω</i>, [[κερδογαμέω]], [[μονογαμέω]], <i>οψιγαμέω</i>, [[προγαμέω]], [[συγγαμέω]], <i>υπογαμέω</i>].
|mltxt=(-άω και -έω) (AM γαμῶ, -έω)<br />ωθώ το [[πέος]] [[μέσα]] στο γυναικείο [[αιδοίο]], τον πρωκτό ή [[άλλη]] [[κοιλότητα]] του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> [[γαμώ]] ή «θα σού γαμήσω τον, την...» — [[βρισιά]], [[βλαστήμια]] ή [[απειλή]], που εκτοξεύεται [[εναντίον]] κάποιου και θίγει τον ίδιο, [[μέλος]] του σώματός του ή της οικογένειάς του ή [[κάτι]] σεβαστό και [[ιερό]]<br /><b>2.</b> «άι γαμήσου» — [[βρισιά]] για να απαλλαγεί [[κάποιος]] από ενοχλητικό [[πρόσωπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άντρα) παντρεύομαι<br /><b>2.</b> <i>γαμοῦμαι</i> α) (για [[γυναίκα]]) παντρεύομαι<br />β) (για τους γονείς κόρης) [[παντρεύω]], [[δίνω]] ως [[νύφη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. [[γαμέω]] δεν [[είναι]] παράγωγο ονόματος, [[αλλά]] ο [[ίδιος]] με υποχωρητικό σχηματισμό παράγει τη λ. [[γάμος]]. Συνδέεται με τη λ. [[γαμβρός]] [[καθώς]] και με τα όμοιας σημασίας αρχ. ινδ. <i>jαmᾱtᾱr</i>, <i>jᾱrα</i>- κ.λπ. Δεν έχει [[επίσης]] αποδειχθεί κάποια διαφαινόμενη ετυμολογική [[σχέση]] με τα [[γέντο]], <i>ύγγεμος</i> «[[συλλαβή]]», [[γέμω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γαμήλιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαμήλευμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γαμετή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γαμήσι]], [[γαμιάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αντιγαμέω</i>, <i>αρρενογαμέω</i>, [[δυσγαμέω]], <i>εγγαμέω</i>, <i>επιγαμέω</i>, <i>ευγαμέω</i>, [[κερδογαμέω]], [[μονογαμέω]], <i>οψιγαμέω</i>, [[προγαμέω]], [[συγγαμέω]], <i>υπογαμέω</i>].
}}
}}