Anonymous

κρυσταλλώνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
(22)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κρυσταλλώ (AM κρυσταλλῶ, -όω) [[κρύσταλλος]]<br /><b>μέσ.</b> <i>κρυσταλλοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />μεταβάλλομαι σε [[κρύσταλλο]], [[παγώνω]] (α. «κατέστησε τα [[μέλη]] του ωχρά, κρυσταλλωμένα», Ζαλοκ.<br />β. «εύρε δ' αὐτὸν Ἀλέξανδρος, κρυσταλλωθέντα [[τότε]] και [[σχήμα]] καθυποβαλών», Λίβ. Ρόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <b>(κρυσταλλ.)</b> [[αποκτώ]] [[κρυσταλλικότητα]], [[αποκτώ]] κρυσταλλική [[δομή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[κρύσταλλο]], [[καταψύχω]], [[παγώνω]].
|mltxt=και κρυσταλλώ (AM κρυσταλλῶ, -όω) [[κρύσταλλος]]<br /><b>μέσ.</b> <i>κρυσταλλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />μεταβάλλομαι σε [[κρύσταλλο]], [[παγώνω]] (α. «κατέστησε τα [[μέλη]] του ωχρά, κρυσταλλωμένα», Ζαλοκ.<br />β. «εύρε δ' αὐτὸν Ἀλέξανδρος, κρυσταλλωθέντα [[τότε]] και [[σχήμα]] καθυποβαλών», Λίβ. Ρόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <b>(κρυσταλλ.)</b> [[αποκτώ]] [[κρυσταλλικότητα]], [[αποκτώ]] κρυσταλλική [[δομή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[κρύσταλλο]], [[καταψύχω]], [[παγώνω]].
}}
}}