Anonymous

υπερβολή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, / [[ὑπερβολή]], ΝΜΑ [[ὑπερβάλλω]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] υπερβολικό, [[πέρα]] από το καθορισμένο ή από το ανεκτό όριο (α. «[[υπερβολή]] αυστηρότητας» β. «ὑπερβολὴν τῆς ἐπιθυμίας ἔχειν», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου με το οποίο δηλώνεται [[κάτι]] που ξεπερνά [[κατά]] πολύ το κανονικό και το συνηθισμένο, με στόχο να δημιουργήσουμε [[εντύπωση]] ή να κάνουμε περισσότερο σαφές αυτό που θέλουμε να πούμε, π.χ. «[[βιτσιά]] δίνει τ' αλόγου του και [[πάει]] [[σαράντα]] μίλια»<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> [[καμπύλη]] αποτελούμενη από δύο διάκριτους κλάδους εκτεινόμενους στο [[άπειρο]], η οποία [[είναι]] [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών σημείων ενός επιπέδου τών οποίων η [[διαφορά]] αποστάσεων από δύο [[σταθερά]] [[σημεία]], ονομαζόμενα εστίες, [[είναι]] σταθερή<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «καθ' υπερβολήν» — υπερβολικά, υπέρμετρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να εξογκώνει, να μεγαλοποιεί [[κανείς]] τα πράγματα (α. «αυτό που λες [[είναι]] [[υπερβολή]]» β. «[[πάντα]] λέει υπερβολές»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βολή]], [[ρίψη]] [[πέρα]] από κάποιο [[σημείο]] («δίσκων ὑπερβολαῑς», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[υπέρβαση]], [[πέρασμα]] [[πάνω]] από λόφο ή [[βουνό]] («ὑπερβολὴ ὄρους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[μέρος]] όρους, λόφου, ποταμού από όπου γίνεται η [[διάβαση]], [[πέρασμα]] («ἡ κατὰ τὸν Αἶμον [[ὑπερβολή]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπεροχή]], ισχυρότερη [[δύναμη]] («χερῶν ὑπερβολαῑς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> το ανώτατο, το τελευταίο όριο («ταῡτα τάχ' οὐχ [[ὑπερβολή]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αναβολή]], [[αργοπορία]]<br /><b>7.</b> το ύψος αστέρα στον ουρανό<br /><b>8.</b> (η δοτ. εν. ως επίρρ.) <i>ὑπερβολῇ</i><br />[[υπερβαλλόντως]], υπερβολικά<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπερβολὴ χρημάτων» — υπερβολικά υψηλή [[τιμή]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ὑπερβολὴ τοῦ καινοῡσθαι» — υπέρμετρη [[τάση]] για πολιτειακές αλλαγές (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) «οὐκ ἔχει τι ὑπερβολήν» — δεν μπορεί να φτάσει λίγο [[παραπέρα]], (<b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) «ὑπερβολὴν ποιῶ τῆς [[τιμῆς]]» — [[υψώνω]] την [[τιμή]], [[κάνω]] [[αύξηση]] [[τιμής]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />ε) «ὑπερβολαὶ δωρεῶν» — μεγάλες παροχές (<b>Δημοσθ.</b>)<br />στ) «εἰς ὑπερβολήν» — υπερβολικά (<b>Ευρ.</b>)<br />ζ) «καθ' ὑπερβολὴν [[τοξεύω]]» — [[ρίχνω]] το [[βέλος]] πολύ [[επιδέξια]] (<b>Σοφ.</b>)<br />η) «ὑπερβολὴν ποιοῡμαι» — [[φτάνω]] στο έσχατο [[σημείο]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />θ) «ἡ ὑπερβολὴ τῆς φιλίας» — το άριστο και ευγενέστατο [[είδος]] φιλίας (<b>Αριστοτ.</b>)<br />ι) «τὸ καθ' ὑπερβολήν» — ο [[υπερθετικός]] [[βαθμός]] τών επιθέτων (<b>Αριστοτ.</b>)<br />ια) «καθ' ὑπερβολὴν ἐν ἐνδείᾳ [[εἶναι]]» — το να βρίσκεται [[κανείς]] σε έσχατη [[ένδεια]] (<b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=η, / [[ὑπερβολή]], ΝΜΑ [[ὑπερβάλλω]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] υπερβολικό, [[πέρα]] από το καθορισμένο ή από το ανεκτό όριο (α. «[[υπερβολή]] αυστηρότητας» β. «ὑπερβολὴν τῆς ἐπιθυμίας ἔχειν», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου με το οποίο δηλώνεται [[κάτι]] που ξεπερνά [[κατά]] πολύ το κανονικό και το συνηθισμένο, με στόχο να δημιουργήσουμε [[εντύπωση]] ή να κάνουμε περισσότερο σαφές αυτό που θέλουμε να πούμε, π.χ. «[[βιτσιά]] δίνει τ' αλόγου του και [[πάει]] [[σαράντα]] μίλια»<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> [[καμπύλη]] αποτελούμενη από δύο διάκριτους κλάδους εκτεινόμενους στο [[άπειρο]], η οποία [[είναι]] [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών σημείων ενός επιπέδου τών οποίων η [[διαφορά]] αποστάσεων από δύο [[σταθερά]] [[σημεία]], ονομαζόμενα εστίες, [[είναι]] σταθερή<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «καθ' υπερβολήν» — υπερβολικά, υπέρμετρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να εξογκώνει, να μεγαλοποιεί [[κανείς]] τα πράγματα (α. «αυτό που λες [[είναι]] [[υπερβολή]]» β. «[[πάντα]] λέει υπερβολές»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βολή]], [[ρίψη]] [[πέρα]] από κάποιο [[σημείο]] («δίσκων ὑπερβολαῑς», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[υπέρβαση]], [[πέρασμα]] [[πάνω]] από λόφο ή [[βουνό]] («ὑπερβολὴ ὄρους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[μέρος]] όρους, λόφου, ποταμού από όπου γίνεται η [[διάβαση]], [[πέρασμα]] («ἡ κατὰ τὸν Αἶμον [[ὑπερβολή]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπεροχή]], ισχυρότερη [[δύναμη]] («χερῶν ὑπερβολαῑς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> το ανώτατο, το τελευταίο όριο («ταῡτα τάχ' οὐχ [[ὑπερβολή]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αναβολή]], [[αργοπορία]]<br /><b>7.</b> το ύψος αστέρα στον ουρανό<br /><b>8.</b> (η δοτ. εν. ως επίρρ.) <i>ὑπερβολῇ</i><br />[[υπερβαλλόντως]], υπερβολικά<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπερβολὴ χρημάτων» — υπερβολικά υψηλή [[τιμή]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ὑπερβολὴ τοῦ καινοῡσθαι» — υπέρμετρη [[τάση]] για πολιτειακές αλλαγές (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) «οὐκ ἔχει τι ὑπερβολήν» — δεν μπορεί να φτάσει λίγο [[παραπέρα]], (<b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) «ὑπερβολὴν ποιῶ τῆς [[τιμῆς]]» — [[υψώνω]] την [[τιμή]], [[κάνω]] [[αύξηση]] [[τιμής]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />ε) «ὑπερβολαὶ δωρεῶν» — μεγάλες παροχές (<b>Δημοσθ.</b>)<br />στ) «εἰς ὑπερβολήν» — υπερβολικά (<b>Ευρ.</b>)<br />ζ) «καθ' ὑπερβολὴν [[τοξεύω]]» — [[ρίχνω]] το [[βέλος]] πολύ [[επιδέξια]] (<b>Σοφ.</b>)<br />η) «ὑπερβολὴν ποιοῦμαι» — [[φτάνω]] στο έσχατο [[σημείο]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />θ) «ἡ ὑπερβολὴ τῆς φιλίας» — το άριστο και ευγενέστατο [[είδος]] φιλίας (<b>Αριστοτ.</b>)<br />ι) «τὸ καθ' ὑπερβολήν» — ο [[υπερθετικός]] [[βαθμός]] τών επιθέτων (<b>Αριστοτ.</b>)<br />ια) «καθ' ὑπερβολὴν ἐν ἐνδείᾳ [[εἶναι]]» — το να βρίσκεται [[κανείς]] σε έσχατη [[ένδεια]] (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}