3,270,629
edits
(46) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=χαρακῶ, -όω, ΝΜΑ [[χάραξ]], -<i>ακος</i>]<br />[[περιβάλλω]] έναν [[τόπο]] με αιχμηρούς πασσάλους [[κυρίως]] για αμυντικούς σκοπούς, [[κατασκευάζω]] [[χαράκωμα]], [[περιχαρακώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύρω]] με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]], [[ριγώνω]]<br /><b>2.</b> (στην [[αμπελουργία]]) [[κάνω]] [[χαραγή]], [[αφαιρώ]] [[τμήμα]] του φλοιού κλήματος σε [[σχήμα]] δακτυλίου<br /><b>3.</b> [[τραυματίζω]] κάποιον με αιχμηρό [[αντικείμενο]] στο [[πρόσωπο]] ή στο [[σώμα]] («τήν χαράκωσε για να τήν τρομοκρατήσει και να μην μιλήσει στην [[αστυνομία]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] σχετικά με [[αμπέλι]]) [[στηρίζω]] με χάρακες, με πασσάλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[χαράκωμα]] [[εναντίον]] κάποιου, τον [[πολιορκώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προστατεύω]] (α. «οὕτω μὲν χαρακώσαντες τὸν πλοῦτον, οὕτω δὲ ἀσφαλῶς τειχισάμενοι», Φιλόστρ.<br />β. «τὸ [[στόμα]] ὀδοῦσι χαρακώσας», <b>Στοβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=χαρακῶ, -όω, ΝΜΑ [[χάραξ]], -<i>ακος</i>]<br />[[περιβάλλω]] έναν [[τόπο]] με αιχμηρούς πασσάλους [[κυρίως]] για αμυντικούς σκοπούς, [[κατασκευάζω]] [[χαράκωμα]], [[περιχαρακώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύρω]] με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]], [[ριγώνω]]<br /><b>2.</b> (στην [[αμπελουργία]]) [[κάνω]] [[χαραγή]], [[αφαιρώ]] [[τμήμα]] του φλοιού κλήματος σε [[σχήμα]] δακτυλίου<br /><b>3.</b> [[τραυματίζω]] κάποιον με αιχμηρό [[αντικείμενο]] στο [[πρόσωπο]] ή στο [[σώμα]] («τήν χαράκωσε για να τήν τρομοκρατήσει και να μην μιλήσει στην [[αστυνομία]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] σχετικά με [[αμπέλι]]) [[στηρίζω]] με χάρακες, με πασσάλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[χαράκωμα]] [[εναντίον]] κάποιου, τον [[πολιορκώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προστατεύω]] (α. «οὕτω μὲν χαρακώσαντες τὸν πλοῦτον, οὕτω δὲ ἀσφαλῶς τειχισάμενοι», Φιλόστρ.<br />β. «τὸ [[στόμα]] ὀδοῦσι χαρακώσας», <b>Στοβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>χαρακοῦμαι</i> -<i>όομαι</i><br /><b>μτφ.</b> ναρκώνομαι ή [[χάνω]] τις αισθήσεις μου («ἐχαρακώθη ὑπὸ τοῦ οἴνου», Αντωνίν. Λίβ.). | ||
}} | }} |