Anonymous

συνοικώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
(40)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συνοικῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνοικῶ Α [[σύνοικος]]<br />[[διαμένω]] στην [[ίδια]] [[κατοικία]], [[συγκατοικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λαούς) [[σχηματίζω]] [[κοινωνία]] («ἡλληνίσθησαν τὴν νῡν γλῶσσαν πρῶτον ἀπὸ τῶν Ἀμπρακιωτῶν ξυνοικησάντων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνδρα και [[γυναίκα]]) ζω [[μαζί]] με κάποιον ως σύζυγός του ή, [[απλώς]], [[συζώ]] με κάποιον<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτη) μοιράζομαι τον ίδιο οίκο, βρίσκομαι στην [[ίδια]] [[θέση]] του ζωδιακού κύκλου με άλλον<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[καταλαμβάνω]] και [[κατοικώ]] από κοινού («συνοικήσοντας Κυρηναίοισι Λιβύην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>απόλ.</b> ζω ως [[έγγαμος]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με συναισθήματα ή περιστάσεις) [[είμαι]] [[στενά]] συνδεδεμένος με [[κάτι]] («κατακτείνας ἐμοὺς ἐχθροὺς τὸ λοιπὸν μὴ συνοικοίην φόβῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>συνοικοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για [[τόπο]]) [[είμαι]] πυκνοκατοικημένος («[[μέρος]] [[ὄντα]] τῆς πόλεως οὐδὲ συνοικούμενον», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=συνοικῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνοικῶ Α [[σύνοικος]]<br />[[διαμένω]] στην [[ίδια]] [[κατοικία]], [[συγκατοικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λαούς) [[σχηματίζω]] [[κοινωνία]] («ἡλληνίσθησαν τὴν νῡν γλῶσσαν πρῶτον ἀπὸ τῶν Ἀμπρακιωτῶν ξυνοικησάντων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνδρα και [[γυναίκα]]) ζω [[μαζί]] με κάποιον ως σύζυγός του ή, [[απλώς]], [[συζώ]] με κάποιον<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτη) μοιράζομαι τον ίδιο οίκο, βρίσκομαι στην [[ίδια]] [[θέση]] του ζωδιακού κύκλου με άλλον<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[καταλαμβάνω]] και [[κατοικώ]] από κοινού («συνοικήσοντας Κυρηναίοισι Λιβύην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>απόλ.</b> ζω ως [[έγγαμος]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με συναισθήματα ή περιστάσεις) [[είμαι]] [[στενά]] συνδεδεμένος με [[κάτι]] («κατακτείνας ἐμοὺς ἐχθροὺς τὸ λοιπὸν μὴ συνοικοίην φόβῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>συνοικοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για [[τόπο]]) [[είμαι]] πυκνοκατοικημένος («[[μέρος]] [[ὄντα]] τῆς πόλεως οὐδὲ συνοικούμενον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}