3,277,206
edits
(41) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τελειῶ, -όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [[τέλειος]]<br />[[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[περατώνω]], [[συμπληρώνω]], [[ολοκληρώνω]] [[κάτι]] (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ [[ἔργον]]», ΚΔ<br />γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[καταναλώνω]] εξ ολοκλήρου, [[εξαντλώ]], [[σώνω]] («το τελειώσαμε το [[ψωμί]] κιόλας»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) καταναλώνομαι εξ ολοκλήρου, εξαντλούμαι, σώνομαι (α. «μας τέλειωσαν τα φρούτα» β. «τελείωσε ο [[χρόνος]] σας»)<br />β) οδηγούμαι εις [[πέρας]], περατώνομαι, [[λήγω]] (α. «τελείωσε ο [[τρύγος]]» β. «τέλειωσε το [[καλοκαίρι]]» γ. «τελείωσε η [[υπόθεση]]»)<br />γ) [[αποκάμνω]] («τέλειωσα, δεν [[βαστώ]] [[άλλο]] απ' την [[κούραση]]»)<br />δ) [[πεθαίνω]] («τέλειωσε ο [[κακόμοιρος]] στη [[φυλακή]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τον τέλειωσα στη δουλειά» — τον κούρασα [[πάρα]] πολύ<br />β) «τον τέλειωσα στο [[ξύλο]]» — τον έδειρα ανηλεώς<br />γ) «τέλειωσαν τα ψέματα» — [[είναι]] βεβαιωμένο [[γεγονός]], δεν υπάρχει [[καμιά]] [[αμφιβολία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθιστώ]] κάποιον τέλειο χριστιανό με το [[βάπτισμα]] («ἀπάγουσι καὶ λουτρῷ τῷ θείῳ τελειοῡσι», Κ. Μανασσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το μέσ.) <i> | |mltxt=τελειῶ, -όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [[τέλειος]]<br />[[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[περατώνω]], [[συμπληρώνω]], [[ολοκληρώνω]] [[κάτι]] (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ [[ἔργον]]», ΚΔ<br />γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[καταναλώνω]] εξ ολοκλήρου, [[εξαντλώ]], [[σώνω]] («το τελειώσαμε το [[ψωμί]] κιόλας»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) καταναλώνομαι εξ ολοκλήρου, εξαντλούμαι, σώνομαι (α. «μας τέλειωσαν τα φρούτα» β. «τελείωσε ο [[χρόνος]] σας»)<br />β) οδηγούμαι εις [[πέρας]], περατώνομαι, [[λήγω]] (α. «τελείωσε ο [[τρύγος]]» β. «τέλειωσε το [[καλοκαίρι]]» γ. «τελείωσε η [[υπόθεση]]»)<br />γ) [[αποκάμνω]] («τέλειωσα, δεν [[βαστώ]] [[άλλο]] απ' την [[κούραση]]»)<br />δ) [[πεθαίνω]] («τέλειωσε ο [[κακόμοιρος]] στη [[φυλακή]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τον τέλειωσα στη δουλειά» — τον κούρασα [[πάρα]] πολύ<br />β) «τον τέλειωσα στο [[ξύλο]]» — τον έδειρα ανηλεώς<br />γ) «τέλειωσαν τα ψέματα» — [[είναι]] βεβαιωμένο [[γεγονός]], δεν υπάρχει [[καμιά]] [[αμφιβολία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθιστώ]] κάποιον τέλειο χριστιανό με το [[βάπτισμα]] («ἀπάγουσι καὶ λουτρῷ τῷ θείῳ τελειοῡσι», Κ. Μανασσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το μέσ.) <i>τελειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) συμπληρώνομαι, ολοκληρώνομαι («[[ἐπειδὴ]] ὁ [[χρόνος]] ἐτελεώθη», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για ευχές ή προφητείες) εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι («ἵνα τελειωθῇ ἡ [[γραφή]]...», ΚΔ)<br />γ) με τον μαρτυρικό θάνατο [[φθάνω]] στην [[τελειότητα]] («τελειουμένῳ τῷ μάρτυρι», Ευσ.)<br />δ) [[γίνομαι]] [[τέλειος]] [[χριστιανός]] («πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων», ΚΔ)<br />ε) [[πεθαίνω]] (α. «τετελειωμένοι» — οι νεκροί, Ακολ. Νεκρ.<br />β. «ἐτελειώθη» — πέθανε, <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] [[δημόσια]] [[δικαιοπραξία]] («[[συγγραφοφύλαξ]] τετελείωκα», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] στην [[τελειότητα]], στην [[ολοκλήρωση]] («τὸν εὔαγρον τελειῶσαι [[λόχον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> [[τελειοποιώ]] («τελειώσει αὐτῆς το [[εἶδος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το μέσ.) α) [[φθάνω]] στην [[ακμή]] μου, [[ωριμάζω]], [[μεστώνω]] (α. «ὁ [[ἐρέβινθος]] ἀπὸ τῆς σπορᾱς ἐν [[τεσσαράκοντα]] τελειοῡται», Θεόφρ.<br />β. «τελειωθεῑσι παιδίᾳ τε καὶ ἡλικίᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για συλλογισμό) [[γίνομαι]] [[τέλειος]], ολοκληρώνομαι<br />γ) παντρεύομαι. | ||
}} | }} |