Anonymous

ὑπεράλλομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] ή [[πέρα]] από [[κάτι]] (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «λέοντα... ἐπ' εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υψώνομαι [[πάνω]] από [[κάτι]], [[είμαι]] [[υπέρτερος]] (α. «[[ὑπεράλλομαι]] θανάτου», Ωριγ.<br />θ. «[[ὑπεράλλομαι]] σκάνδαλα», Νείλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερέχω]], [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανέρχομαι]], [[καταλαμβάνω]] υψηλή [[θέση]] («ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῡνται», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἅλλομαι]] «[[πηδώ]], [[σκιρτώ]], τινάζομαι»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] ή [[πέρα]] από [[κάτι]] (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «λέοντα... ἐπ' εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υψώνομαι [[πάνω]] από [[κάτι]], [[είμαι]] [[υπέρτερος]] (α. «[[ὑπεράλλομαι]] θανάτου», Ωριγ.<br />θ. «[[ὑπεράλλομαι]] σκάνδαλα», Νείλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερέχω]], [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανέρχομαι]], [[καταλαμβάνω]] υψηλή [[θέση]] («ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἅλλομαι]] «[[πηδώ]], [[σκιρτώ]], τινάζομαι»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm