Anonymous

παλιναίρετος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλιναίρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[δημόσιο]] άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε [[πάλι]]<br /><b>2.</b> (για [[οικοδόμημα]]) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα<br />φευκτά, ἔκβλητα, τὸ [[ἐναντίον]]... αὐτῇ τῇ αἱρέσει [[πάθος]] ἐμποιοῡντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[αἱρετός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αἱροῦμαι</i> «εκλέγομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>αυθ</i>-<i>αίρετος</i>].
|mltxt=[[παλιναίρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[δημόσιο]] άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε [[πάλι]]<br /><b>2.</b> (για [[οικοδόμημα]]) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα<br />φευκτά, ἔκβλητα, τὸ [[ἐναντίον]]... αὐτῇ τῇ αἱρέσει [[πάθος]] ἐμποιοῦντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[αἱρετός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αἱροῦμαι</i> «εκλέγομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>αυθ</i>-<i>αίρετος</i>].
}}
}}
{{elnl
{{elnl