Anonymous

νέκρωση: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
(26)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[νέκρωσις]]) [[νεκρώ]]<br /><b>1.</b> [[διακοπή]] της ζωής, [[θανάτωση]]<br /><b>2.</b> νεκρική [[κατάσταση]], [[θάνατος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αμβλύτητα]], [[παράλυση]], [[μαρασμός]], [[απονέκρωση]] («νέκρωσιν χρὴ νοεῑν ψυχῆς τὴν κακοπραγίαν, οὐ τὸν εἰς τὸ μὴ [[εἶναι]] ἀφανισμόν», (Ισιδ. Πηλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (βιολ.-ιατρ.) [[φυσικοχημικός]] [[μετασχηματισμός]] της ζώας ύλης, ο [[οποίος]] καταλήγει στον θάνατο<br /><b>2.</b> ο [[τοπικός]] [[θάνατος]] τών κυττάρων ενός ιστού, οργάνου ή ανατομικής περιοχής, ενώ ο [[υπόλοιπος]] [[οργανισμός]] εξακολουθεὶ να ζει<br /><b>3.</b> [[στασιμότητα]], [[αδράνεια]], [[νέκρα]]<br /><b>μσν.</b><br />προσωρινή [[απώλεια]] τών αισθήσεων, [[λιποθυμία]].
|mltxt=η (ΑΜ [[νέκρωσις]]) [[νεκρώ]]<br /><b>1.</b> [[διακοπή]] της ζωής, [[θανάτωση]]<br /><b>2.</b> νεκρική [[κατάσταση]], [[θάνατος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αμβλύτητα]], [[παράλυση]], [[μαρασμός]], [[απονέκρωση]] («νέκρωσιν χρὴ νοεῖν ψυχῆς τὴν κακοπραγίαν, οὐ τὸν εἰς τὸ μὴ [[εἶναι]] ἀφανισμόν», (Ισιδ. Πηλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (βιολ.-ιατρ.) [[φυσικοχημικός]] [[μετασχηματισμός]] της ζώας ύλης, ο [[οποίος]] καταλήγει στον θάνατο<br /><b>2.</b> ο [[τοπικός]] [[θάνατος]] τών κυττάρων ενός ιστού, οργάνου ή ανατομικής περιοχής, ενώ ο [[υπόλοιπος]] [[οργανισμός]] εξακολουθεὶ να ζει<br /><b>3.</b> [[στασιμότητα]], [[αδράνεια]], [[νέκρα]]<br /><b>μσν.</b><br />προσωρινή [[απώλεια]] τών αισθήσεων, [[λιποθυμία]].
}}
}}