Anonymous

έτερος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  26 March 2021
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έρα, -ο (ΑΜ [[ἕτερος]], -έρα, -ον Α και δωρ. [[ἅτερος]] και αιολ. ἄτερος και ιων. [[οὕτερος]] και μτγν. [[θάτερος]])<br /><b>1.</b> (αντ. επιμερ.) [[άλλος]]<br /><b>2.</b> [[διαφορετικός]], [[αλλιώτικος]]<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]]) ο [[έτερος]]<br />ο [[ένας]] από τους δύο («ο [[έτερος]] τών κατηγορουμένων»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «αφ' ετέρου» — εξ άλλου<br />β) «[[έτερον]] εκάτερον» — [[άλλο]] το ένα και [[άλλο]] το [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπόλοιπος]]<br /><b>2.</b> [[ξένος]], [[εχθρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα χέρια ή τα άλλα [[μέλη]] του σώματος) ο [[ένας]] από τους δύο<br /><b>2.</b> [[δεύτερος]] («ἡ μὲν ἔβαλλε... ἡ δ' ἑτέρη... ἐτίταινε τραπέζας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ευφημισμό, όταν στον λόγο προηγείται η [[έννοια]] του <i>εὖ</i>, του <i>ἀγαθὸς</i> <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προηγούμενες έννοιες<br /><b>4.</b> το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>θάτερα</i><br />[[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο («[[τοτὲ]] μὲν ἐπὶ θάτερα, [[τοτὲ]] δὲ ἐπὶ θάτερα τοὺς λόγους ἕλκων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑτέρα</i> (ενν. [[ημέρα]])<br />η επομένη, η δεύτερη<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «καθ' ἕτερα» — ως [[προς]] άλλα διαφορετικά ζητήματα (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «δυοῑν [[θάτερον]]» — το ένα από τα δύο<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «τῆ ἑτέρα λαβεῖν» — να πετύχει εύκολα (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (όταν προηγείται η [[έννοια]] του καλού, του αγαθού) το αντίθετο [[προς]] το προηγούμενο, δηλ. το [[κακό]] (α. «παθεῑν μὲν εὖ, παθεῑν δὲ θάτερα», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἀγαθὰ ἢ θάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῡρον», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετέρως</i> (ΑΜ [[ἑτέρως]])<br />με [[άλλο]] τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> (με κακή [[σημασία]]) κατ' [[άλλο]] τρόπο, [[κακώς]]<br /><b>3.</b> (με καλή [[σημασία]], με γεν.) διαφορετικά [[προς]] [[κάτι]] («[[ἑτέρως]] πως τῶν εἰωθότων γενόμενα» — που έγιναν διαφορετικά από το συνηθισμένο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἑτέρως]] ἔχω τοῦ σκέλους» — [[είμαι]] [[ετεροσκελής]]<br />β) «[[ἑτέρως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[διαφορετικός]], [[αλλιώτικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Προέρχεται από τον τύπο [[άτερος]] που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sm</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της <i>sem</i>- (> <i>εἷς</i>), και σχηματίζεται με την [[κατάληξη]] -<i>τερος</i> (πρβλ. αρχ. ελλ. <i>αρισ</i>-<i>τερός</i>, αρχ. ινδ. <i>eka</i>-<i>tara</i> «[[εκάτερος]]»). Το αρχικό <i>e</i>- προκύπτει [[μάλλον]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>εἷς</i> (= <i>ē</i><i>s</i>) [[παρά]] με [[αφομοίωση]]. Συνδέεται με το ουαλ. <i>hanther</i> «ήμισυ», το κορνουαλ. <i>hanter</i> «ήμισυ», το γοτθ. <i>sundro</i> «κατ' ιδίαν» και το αρχ. άνω γερμ. <i>suntar</i> «[[χωριστός]]». Ο τ. <i>ετερο</i>- ως α’ συνθετικό υπήρξε και εξακολουθεί να [[είναι]] πολύ [[παραγωγικός]]. Από όλες τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας μαρτυρούνται [[πολλά]] τέτοια [[σύνθετα]], ορισμένα από τα οποία σώζονται [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Πολυάριθμα [[είναι]] τα [[σύνθετα]] της Αρχαίας Ελληνικής και άλλα που πλάστηκαν στη [[λόγια]] Νεοελληνική και έδωσαν [[πλήθος]] επιστημονικών, [[κυρίως]], όρων στη [[γλώσσα]]. Συχνά παρατηρείται [[επίσης]] το [[φαινόμενο]] από παλιότερα [[σύνθετα]] που δεν [[είναι]] πια εν χρήσει να δημιουργούνται νεώτερα ζωντανά παράγωγα. Π. χ. αρχ. <i>ετεροβαρώ</i> > μσν.-νεοελλ. [[ετεροβαρής]], μσν. [[ετεροπροσωπώ]] > μσν.-νεοελλ. [[ετεροπρόσωπος]] και νεοελλ. [[ετεροπροσωπία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ετερότης</i>, [[ετέρωθεν]], <i>ετέρως</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ετέρῃ</i>, [[ετεροίος]], [[ετερώ]], [[ετέρωθι]], [[ετερώνιος]], [[ετέρωτα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ετέρωσε]]. (Για τα [[σύνθετα]] με Α΄ συνθετικό <b>βλ. λ.</b> <i>ετερο</i>-)<br />(Β' συνθετικό) [[μηδέτερος]], [[ουδέτερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυτουδέτερος</i>, [[μεθέτερος]], [[μηθέτερος]], [[ουθέτερος]]].
|mltxt=-έρα, -ο (ΑΜ [[ἕτερος]], -έρα, -ον Α και δωρ. [[ἅτερος]] και αιολ. ἄτερος και ιων. [[οὕτερος]] και μτγν. [[θάτερος]])<br /><b>1.</b> (αντ. επιμερ.) [[άλλος]]<br /><b>2.</b> [[διαφορετικός]], [[αλλιώτικος]]<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]]) ο [[έτερος]]<br />ο [[ένας]] από τους δύο («ο [[έτερος]] τών κατηγορουμένων»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «αφ' ετέρου» — εξ άλλου<br />β) «[[έτερον]] εκάτερον» — [[άλλο]] το ένα και [[άλλο]] το [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπόλοιπος]]<br /><b>2.</b> [[ξένος]], [[εχθρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα χέρια ή τα άλλα [[μέλη]] του σώματος) ο [[ένας]] από τους δύο<br /><b>2.</b> [[δεύτερος]] («ἡ μὲν ἔβαλλε... ἡ δ' ἑτέρη... ἐτίταινε τραπέζας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ευφημισμό, όταν στον λόγο προηγείται η [[έννοια]] του <i>εὖ</i>, του <i>ἀγαθὸς</i> <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προηγούμενες έννοιες<br /><b>4.</b> το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>θάτερα</i><br />[[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο («[[τοτὲ]] μὲν ἐπὶ θάτερα, [[τοτὲ]] δὲ ἐπὶ θάτερα τοὺς λόγους ἕλκων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑτέρα</i> (ενν. [[ημέρα]])<br />η επομένη, η δεύτερη<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «καθ' ἕτερα» — ως [[προς]] άλλα διαφορετικά ζητήματα (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «δυοῑν [[θάτερον]]» — το ένα από τα δύο<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «τῆ ἑτέρα λαβεῖν» — να πετύχει εύκολα (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (όταν προηγείται η [[έννοια]] του καλού, του αγαθού) το αντίθετο [[προς]] το προηγούμενο, δηλ. το [[κακό]] (α. «παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἀγαθὰ ἢ θάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῡρον», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετέρως</i> (ΑΜ [[ἑτέρως]])<br />με [[άλλο]] τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> (με κακή [[σημασία]]) κατ' [[άλλο]] τρόπο, [[κακώς]]<br /><b>3.</b> (με καλή [[σημασία]], με γεν.) διαφορετικά [[προς]] [[κάτι]] («[[ἑτέρως]] πως τῶν εἰωθότων γενόμενα» — που έγιναν διαφορετικά από το συνηθισμένο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἑτέρως]] ἔχω τοῦ σκέλους» — [[είμαι]] [[ετεροσκελής]]<br />β) «[[ἑτέρως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[διαφορετικός]], [[αλλιώτικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Προέρχεται από τον τύπο [[άτερος]] που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sm</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της <i>sem</i>- (> <i>εἷς</i>), και σχηματίζεται με την [[κατάληξη]] -<i>τερος</i> (πρβλ. αρχ. ελλ. <i>αρισ</i>-<i>τερός</i>, αρχ. ινδ. <i>eka</i>-<i>tara</i> «[[εκάτερος]]»). Το αρχικό <i>e</i>- προκύπτει [[μάλλον]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>εἷς</i> (= <i>ē</i><i>s</i>) [[παρά]] με [[αφομοίωση]]. Συνδέεται με το ουαλ. <i>hanther</i> «ήμισυ», το κορνουαλ. <i>hanter</i> «ήμισυ», το γοτθ. <i>sundro</i> «κατ' ιδίαν» και το αρχ. άνω γερμ. <i>suntar</i> «[[χωριστός]]». Ο τ. <i>ετερο</i>- ως α’ συνθετικό υπήρξε και εξακολουθεί να [[είναι]] πολύ [[παραγωγικός]]. Από όλες τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας μαρτυρούνται [[πολλά]] τέτοια [[σύνθετα]], ορισμένα από τα οποία σώζονται [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Πολυάριθμα [[είναι]] τα [[σύνθετα]] της Αρχαίας Ελληνικής και άλλα που πλάστηκαν στη [[λόγια]] Νεοελληνική και έδωσαν [[πλήθος]] επιστημονικών, [[κυρίως]], όρων στη [[γλώσσα]]. Συχνά παρατηρείται [[επίσης]] το [[φαινόμενο]] από παλιότερα [[σύνθετα]] που δεν [[είναι]] πια εν χρήσει να δημιουργούνται νεώτερα ζωντανά παράγωγα. Π. χ. αρχ. <i>ετεροβαρώ</i> > μσν.-νεοελλ. [[ετεροβαρής]], μσν. [[ετεροπροσωπώ]] > μσν.-νεοελλ. [[ετεροπρόσωπος]] και νεοελλ. [[ετεροπροσωπία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ετερότης</i>, [[ετέρωθεν]], <i>ετέρως</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ετέρῃ</i>, [[ετεροίος]], [[ετερώ]], [[ετέρωθι]], [[ετερώνιος]], [[ετέρωτα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ετέρωσε]]. (Για τα [[σύνθετα]] με Α΄ συνθετικό <b>βλ. λ.</b> <i>ετερο</i>-)<br />(Β' συνθετικό) [[μηδέτερος]], [[ουδέτερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυτουδέτερος</i>, [[μεθέτερος]], [[μηθέτερος]], [[ουθέτερος]]].
}}
}}