Anonymous

κτηματικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και χτηματικός, -ή, -ό (AM [[κτηματικός]], -ή, -όν) [[κτήμα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κτήμα]], [[δηλαδή]] σε αγροτική [[έκταση]] ή [[έπαυλη]] («κτηματική [[περιουσία]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Κτηματική Τράπεζα» — [[τράπεζα]] που χορηγεί πιστώσεις με [[υποθήκη]] ακίνητα κτήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κτηματικός]]<br />αυτός που έχει [[περιουσία]], [[ιδίως]] αγροτικά κτήματα, [[κτηματίας]], [[γαιοκτήμονας]] («εἰσφέρειν ᾤοντο δεῑν τοὺς κτηματικοὺς το [[τρίτον]] [[μέρος]] τῆς γῆς εἰς τήν... ἀναπλήρωσιν», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=και χτηματικός, -ή, -ό (AM [[κτηματικός]], -ή, -όν) [[κτήμα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κτήμα]], [[δηλαδή]] σε αγροτική [[έκταση]] ή [[έπαυλη]] («κτηματική [[περιουσία]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Κτηματική Τράπεζα» — [[τράπεζα]] που χορηγεί πιστώσεις με [[υποθήκη]] ακίνητα κτήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κτηματικός]]<br />αυτός που έχει [[περιουσία]], [[ιδίως]] αγροτικά κτήματα, [[κτηματίας]], [[γαιοκτήμονας]] («εἰσφέρειν ᾤοντο δεῖν τοὺς κτηματικοὺς το [[τρίτον]] [[μέρος]] τῆς γῆς εἰς τήν... ἀναπλήρωσιν», <b>Πολ.</b>).
}}
}}
{{elnl
{{elnl