Anonymous

μαγεύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  26 March 2021
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[μαγεύω]]) [[μάγος]]<br /><b>1.</b> (μτβ. και αμτβ.) [[μεταχειρίζομαι]] μαγικά [[μέσα]], μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, [[κάνω]] [[μάγια]], [[δένω]] κάποιον με [[μάγια]] (α. «θα κάψω και τη [[μάγισσα]] που ξέρει να μαγεύει», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[ἔνιοι]] δὲ οὐ τοὺς [[δαίμονας]] φασὶν ὑποθέσθαι τὸν καθαρμὸν ἀλλ' ἐκείνους μὲν καταγαγεῑν τὸν Δία μαγεύσαντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[θέλγω]], [[γοητεύω]], [[ξεμυαλίζω]], [[συναρπάζω]], [[σαγηνεύω]] («με τον λόγο του μάγεψε το [[πλήθος]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] σε [[κάτι]] μαγικές ιδιότητες<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[μαγεμένος]], -<i>η</i>, -ο(ν)<br />[[μαγικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράγω]] [[κάτι]] με μαγική [[τέχνη]] («ἔμψυχα μαγεύων», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[μάγος]], [[είμαι]] [[κάτοχος]] της μαγικής δύναμης ή σοφίας («[[Πλάτων]]... [[οὔπω]] μαγεύειν ἔδοξε [[καίτοι]] πλεῑστα τῶν ἀνθρώπων φθονηθεὶς ἐπὶ σοφίᾳ», Φιλόστρ.).
|mltxt=(AM [[μαγεύω]]) [[μάγος]]<br /><b>1.</b> (μτβ. και αμτβ.) [[μεταχειρίζομαι]] μαγικά [[μέσα]], μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, [[κάνω]] [[μάγια]], [[δένω]] κάποιον με [[μάγια]] (α. «θα κάψω και τη [[μάγισσα]] που ξέρει να μαγεύει», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[ἔνιοι]] δὲ οὐ τοὺς [[δαίμονας]] φασὶν ὑποθέσθαι τὸν καθαρμὸν ἀλλ' ἐκείνους μὲν καταγαγεῖν τὸν Δία μαγεύσαντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[θέλγω]], [[γοητεύω]], [[ξεμυαλίζω]], [[συναρπάζω]], [[σαγηνεύω]] («με τον λόγο του μάγεψε το [[πλήθος]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] σε [[κάτι]] μαγικές ιδιότητες<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[μαγεμένος]], -<i>η</i>, -ο(ν)<br />[[μαγικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράγω]] [[κάτι]] με μαγική [[τέχνη]] («ἔμψυχα μαγεύων», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[μάγος]], [[είμαι]] [[κάτοχος]] της μαγικής δύναμης ή σοφίας («[[Πλάτων]]... [[οὔπω]] μαγεύειν ἔδοξε [[καίτοι]] πλεῑστα τῶν ἀνθρώπων φθονηθεὶς ἐπὶ σοφίᾳ», Φιλόστρ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm